"Στο φόρουμ μας, αναρτούμε ενημερωτικά θέματα, σχετικά με την ιστορία των Τριγλιανών προγόνων μας, για την ενημέρωση σας,
αφήνοντας ταυτόχρονα μία παρακαταθήκη πληροφοριών, για τις επόμενες γενιές."

ΚΜΣ - ΟΙΚΙΣΜΟΣ (ΝΗΣΟΣ) ΚΑΛΟΛΙΜΝΟΣ ΒΙΘΥΝΙΑΣ

Ξεκίνησε από Μάκης Αποστολάτος, 18 Αυγούστου 2021, 07:01:10 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

0 Μέλη και 1 Επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Μάκης Αποστολάτος

Μάκης Αποστολάτος

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Συνεχίζεται η παρουσίαση της Προφορικής Παράδοσης από το αρχείο του ΚΜΣ, με τον οικισμό-νησί ΚΑΛΟΛΙΜΝΟΣ, που βρίσκεται στη νότια θάλασσα του Μαρμαρά, βορειοδυτικά από την Τρίγλια (σημερινή ονομασία Imrali), και ανήκει στην επαρχία της Βιθυνίας (σήμερα Bursa). Το νησί αυτό έγινε ιδιαίτερα γνωστό, από το 1999, ως φυλακή υψίστης ασφαλείας, στην οποία βρίσκεται φυλακισμένος ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ιδρυτής και ηγέτης του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK). Στην περίοδο πριν από το Μεγάλο Διωγμό το 1922, ζούσαν εκεί μόνον Έλληνες Χριστιανοί, εκτός από τους εκπροσώπους των τουρκικών αρχών (Λιμενάρχης, Μουδούρης και χωροφύλακες). Είναι αξιόλογες οι μαρτυρίες των τεσσάρων πληροφορητών, που γεννήθηκαν στην Καλόλιμνο, και έχουν καταγραφεί από τους συνεργάτες του ΚΜΣ, για όλα τα απαραίτητα στοιχεία περιγραφής τόσο του μικρού αυτού νησιού, όσο και του τρόπου ζωής, της επικοινωνίας με τους οικισμούς της περιοχής, την παραγωγή τους κλπ.

Χάρτης Ι. Κοκκιννίδη σε μεγέθυνση-Βόρειο τμήμα

ΚΑΛΟΛΙΜΝΟΣ

ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ

Η συλλογή έγινε από δύο συνεργάτες του ΚΜΣ και τέσσερις πληροφορητές, Ειδικότερα: 1) από το συνεργάτη του ΚΜΣ Μπάμπη Νικηφορίδη, σε δύο αποστολές: α) στο Κερατσίνι, το 1958, για τον πληροφορητή Κώστα Αποστόλου, και β) στα Νέα Μουδανιά, το Σεπτέμβριο 1960, για τους πληροφορητές Θεολόγο Αντώνογλου και Αντώνιο Θεοδώρου, και 2) από τη συνεργάτρια Ζωή Κυριτσοπούλου στη Μεσσήνη, το Μάρτιο 1965, για τον πληροφορητή Απόστολο Τσακάλογλου.

Ο πληροφορητής του 1ου συνεργάτη Κώστας Αποστόλου ή Κώστας του Νινή, γεννήθηκε στην Καλόλιμνο το 1888. Σχολείο δεν πήγε, έβοσκε πρόβατα μικρός. Μόνο την υπογραφή του ξέρει να βάζει.

Στο χωριό μικρός βοηθούσε τους γονείς του που ήταν γεωργοί. Ύστερα έκαμε κα στα ψαροκάϊκα και γνώρισε μ' αυτό τον τρόπο την Αρετσού, την Αρτάκη, Πάνορμο, Μηχανιώνα, Μιχαλίτσι, Κίο, Μουντανιά.

Από το χωριό έφυγε κατά πρώτο το 1912, όταν τον πήραν στρατιώτη οι Τούρκοι και τους τόσκασε. Μπαρκάρισε σ' ένα βαπόρι και πήγε στη Βράϊλα της Ρουμανίας, όπου έκατσε 3 περίπου χρόνια. Δούλεψε σαν ψωμάς κι έκαμε κάμποσα λεφτά, κάπου 100 ναπολεόνια. Τον υποστηρίξανε οι Κεφαλλονίτες. Από κει κατέβηκε στη Θεσσαλονίκη, με τον πόλεμο, να πάει εθελοντής. Επειδή όμως δεν τα κατάφερε, ήρθε στον Πειραιά και μπαρκάρισε για τη Γαλλία. Επήγε πάλι εθελοντής με την ιδέα ότι θα πολεμήσει στο Τσανάκκαλε να λευτερώσει την πατρίδα του, αλλά οι Γάλλοι θέλαν να τον στείλουν στο Βερντέν, γι' αυτό πριν ακόμα ντυθεί, τόσκασε.

Από κει μπαρκάρισε σ' ένα εμπορικό που  μετά από κάμποσο γύρο τον έφερε πάλι στην Ελλάδα, Ξανάφυγε σαν εθελοντής για την Αίγυπτο, όπου εργάστηκε στον Αγγλικό στρατό κι έκαμε τον ψωμά. Όταν έμαθαν την τέχνη οι Αραπάδες, τον διώξαν και ξανάπιασε δουλειά στα βαπόρια σαν θερμαστής. Το 1917 τορπιλίστηκε το πλοίο τους και βγήκε στις Κανάριους νήσους. Δεν ήθελε να επιστρέψει στην Ελλάδα, που δεν υπήρχαν δουλειές κι ήταν φτώχεια, γι' αυτό με την πρώτη τυχούσα ευκαιρία πήγε στην Κούβα. Εκεί ένας Ρωμιός τον περίλαβε μαζί με άλλους, τους πήγε κάμποσες ώρες με το τραίνο και τους έδωσε μια μαχαίρα να κόβουν ζαχαροκάλαμα. Μάζεψε λίγα λεφτά και πήγε στη Νέα Υόρκη, απ' όπου μπαρκάρισε και πάλι. Ξεκινήσανε με νηοπομπή αλλά στο δρόμο χάλασε το πλοίο και ξέκοψαν μόνοι ώσπου να φτιάξουν τις μηχανές. Τους άρχισε στις τορπίλλες ένα γερμανικό υποβρύχιο. Δύο βολές τις αποφύγανε μα τότε αναδύθηκε το υποβρύχιο και τους άρχισε με το κανόνι, τους έκανε μαύρα χάλια. Χτυπούσαν κι αυτοί με το δικό τους, ώσπου καταφτάσανε γαλλικά πολεμικά και τους συνόδεψαν στο Σάνζερ (έτσι το προφέρει ο πληροφορητής), όπου τους έκαμε ο λαός μεγάλη υποδοχή. Φοβήθηκε όμως πια τη θάλασσα κι όταν ξαναγύρισε στην Αμερική συνεταιρίστηκε με κάποιον κι έκαμε το μάγειρα.

Το 1920 γύρισε στην Πόλη. Πήγε στο χωριό και παντρεύτηκε γυναίκα από την Καλόλιμνο. Με τα λεφτά που είχε οικονομήσει άρχισε πάλι τη γεωργία.

Οι άνθρωποι του χωριού είχαν προηγουμένως υποστεί την εξορία του 1914—15 τους είχαν μεταφέρει στα χωριά της Προύσας. Το 1919 που γύρισαν βρήκαν μόνο ερείπια μα ξαναρχίσαν να τα φτιάχνουν. Το 1921 επιστρατεύτηκε ο Αποστόλου από τους Έλληνες. Με την υποχώρηση έφυγε από τα Μουντανιά και πήγε στην Κων/πολη όπου αντάμωσε και με τη γυναίκα του.

Ταξίδεψε πάλι κάμποσα χρόνια και το 1925 εγκαταστάθηκε πια μόνιμα στην Ελλάδα. Πρώτα στα Ταμπούρια, στις παράγκες, κι από το 1930 εδώ που βρίσκεται τώρα: (αναγράφεται η διεύθυνση).

Είναι πρόθυμος πληροφορητής κι ενθουσιάζεται με την ανάμνηση των σχετικών με την πατρίδα του. Καλό είναι όταν εξετάζεται να παρευρίσκεται κα η γυναίκα του κοντά για να συμπληρώσει ορισμένα πράγματα που τα θεωρεί ασήμαντα ο πληροφορητής.

Ο πληροφορητής του 1ου συνεργάτη Θεολόγος Αντώνογλου γεννήθηκε στην Καλόλιμνο το 1877. Οι γονείς του ήταν ντόπιοι, κι όσο θυμάται όλοι οι πρόγονοι του. Πατέρα δεν έφταξε, πέθανε νωρίς.

Σχολείο πήγε μόνο στην πρώτη τάξη, δεν ξέρει γράμματα. «Δεν είχαμε τάξη και δρομολόγιο σ' αυτά τα πράγματα». Λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος.

Στο χωριό εργάστηκε σε διάφορα επαγγέλματα, είχαν μοτέρια και δούλεψε μ' αυτά, έκαμε και μπακάλης κι έπειτα ράφτης.

Εκεί παντρεύτηκε, κι η γυναίκα του ήταν από το ίδιο χωριό. Παιδιά δεν έχει.

Το 1914 ακολουθώντας την τύχη των συγχωριανών του πήγε εξορία στη Μ. Ασία κι επέστρεψαν το 1919. Ύστερα τον σηκώσαν πια οριστικά το 1922.

Πρώτα πήγε στη Θάσο, μαζί με τους άλλους συμπατριώτες του κι ύστερα ήρθαν στα Νέα Μουδανιά το 1928. Κι εδώ έκανε τον ράφτη και τον αμπελουργό, τους δώσαν κάτι κτήματα.

Ο Θεολόγος Αντώνογλου είναι πολύ καλός πληροφορητής. Παρ' ότι αγράμματος είναι πανέξυπνος και πνευματώδης τύπος. Ξέρει το χωριό του άριστα κι οι πληροφορίες του γι' αυτό είναι θετικές, υπολογισμένες, καλοζυγισμένες. Μολονότι τρέφει κάποια περιφρόνηση για το παλιό χωριό, συγκρίνοντάς το με τη σημερινή τους εγκατάσταση, εν τούτοις συγκινείται εύκολα από τις αναμνήσεις του και διηγείται χωρίς περιστροφές. Είναι ευχάριστος σαν άνθρωπος, διανθίζει την κουβέντα του με χιούμορ και βλέπει τα πράγματα μέσα από ένα πρίσμα ζηλευτής θυμοσοφίας.

Ο πληροφορητής του 1ου συνεργάτη Αντώνιος Θεοδώρου γεννήθηκε το 1907 στην Καλόλιμνο. Οι γονείς του ήταν ντόπιοι, πάππου προς πάππου. Ο πατέρας του ήταν γεωργός. Κι ο ίδιος έκανε εκεί το γεωργό. Σχολείο δεν πήγε σχεδόν, μόνο στην 1η τάξη.

Με την εξορία του 1914 γνώρισε την Προύσα, τα Κουβούκλια, το Σουσουρλούκι, το Ντεμιρντέσι, το Ντάνσαρι, την Απολλωνιάδα.

Το 1922 πρωτοπήγε στην Καβάλα όπου εργάστηκε σαν καπνεργάτης και το 1934 ήρθε στα Νέα Μουδανιά, όπου παντρεύτηκε συγχωριανή του. Έχει 4 παιδιά. Στα Νέα Μουδανιά αποκαταστάθηκα γεωργικά και σήμερα εξακολουθεί να είναι γεωργός.

Ο Αντώνιος Θεοδώρου είναι σοβαρός άνθρωπος και προθυμότατος πληροφορητής.

Μολονότι έφυγε σχετικά νέος από την Καλόλιμνο, τη θυμάται πολύ καλά και μάλιστα κατά τρόπο που να μπορεί να διορθώνει σε λεπτομέρειες και πιο ηλικιωμένους συμπατριώτες του. Αντίθετα μάλιστα μ' αυτούς, που πρόφτασαν  να γνωρίσουν και να γευτούν ορισμένες κακές πλευρές της ζωής στο νησί τους, ο Θεοδώρου διατηρεί, επειδή ακριβώς έφυγε νέος, μιαν εικόνα πιο νοσταλγική και παρ' όλο που εδώ αποκαταστάθηκε καλύτερα, εξακολουθεί να τρέφει αγάπη για την παλιά του πατρίδα.

Ο πληροφορητής της 2ης συνεργάτιδας Απόστολος Τσακάλογλου γεννήθηκε στην Καλόλιμνο από γονείς ντόπιους. Είναι σήμερα ως 80 χρονώ (σ.σ. δηλαδή γεννήθηκε το 1888). Έχασε το φως του από καιρό. Θυμάται πολύ καλά τον τόπο του. Έχει φοβερή νοσταλγία.

Μένει με την οικογένειά του γιου του ανάμεσα στα πέντε εγγόνια του, που τον λατρεύουν, τον ακούνε και τον καμαρώνουν.
Ότι είχε να πει το είπε με το παραπάνω, δουλέψαμε με υπομονή και με μεγάλη ησυχία.


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΘΕΜΑΤΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΚΕΦΆΛΑΙΟ Α' 1. Όνομα
      2. Δελτίο της Χαρτογραφικής Υπηρ. του ΚΜΣ (Γεωγρ.Τοποθέτηση)
      3. Ένταξη του Οικισμού
      4. Τουρκική Διοίκηση
      5. Εκκλησιαστική Εξάρτηση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ    Β' Κάτοικοι
      Γ' Γλώσσα
      Δ' Δελτία με ποικίλο περιεχόμενο
      Ε' Γεωγραφικά Στοιχεία
      ΣΤ' Λαξευτές Σπηλιές
      Ζ' Τοπωνύμια
      Η' Εσωτερική μορφή του χωριού
      Θ' Κοντινοί και μακρινοί Οικισμοί
      Ι' Σχέσεις και Συναλλαγές του Οικισμού


Κεφαλ Α' ΟΝΟΜΑ (σ. 11)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Καλόλιμνος ήταν τ' όνομα του χωριού μας, επειδή είχε καλό λιμάνι, έτσι το λέγαμε μεταξύ μας, κι άλλοι οι Έλληνες έτσι το ξέραν. Ο κάτοικος ήταν Καλολιμνιώτης ή από την Καλόλιμνο. Επειδή βγάζαμε και πολλά κρομμύδια καμιά φορά μας λέγαν και κρομμυδάδες.

Τούρκικα τ' όνομα ήταν Ίμραλι.

Από παππού προς παππού ακούαμε ότι τα παλιά τα χρόνια, πριν αιώνες, λεγόταν Βέσβικος το χωριό κι ύστερα πήρε τ' όνομα Καλόλιμνος.

(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου, 12/3/66) (σ. 17)
Καλόλιμνο λέγαν το χωριό μου γιατί είχε καλό λιμάνι. Καλολιμνιώτες ακουγόμασταν. Οι Τούρκοι τόλεγαν Ίμβραλη.


ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΙΣ ΟΙΚΕΙΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ (σ. 19)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-10/3/66)

Το χωριό Καλόλιμνος εντάσσεται στις παρακάτω ενότητες: Μικρασιατική Επαρχία Βιθυνίας, Περιφέρεια Προύσας, Τμήμα Μουδανιών.


ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ (σ. 20)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-10/3/66)

Το χωριό Καλόλιμνος είχε Μουδουρλίκι τον Καλόλιμνο, Καϊμακαμλίκι τα Μουδανιά Μουτεσαριφλίκι --, Βαλελίκι την Προύσα.

(Μπ. Νικηφορίδης-Κώστας Αποστόλου, Κώστας του Νινή, 23/1/58) (σ. 21)

Το χωριό Καλόλιμνος είχε Μουδουρλίκι τον Καλόλιμνο, Καϊμακαμλίκι τα Μουδανιά Μουτεσαριφλίκι --, Βαλελίκι την Προύσα.
(Ο πληροφορητής λέει ότι στην εποχή των παππούδων τους Καϊμακαμλίκι είχαν την Αρτάκη, αλλά επειδή ήταν μακρυά μετά υπήχθησαν  στα Μουδανιά)

(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60) (σ. 22)

Το χωριό Καλόλιμνος ήταν Μουδουρλίκι, Καϊμακαμλίκι ήταν τα Μουδανιά κι ύστερα κατ' ευθείαν υπαγόμασταν στο Βαλελίκι της Προύσας. Μουτεσαριφλίκι δεν είχαμε.

(Κυριτσοπούλου Ζ.-Απόστολος Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 10/3/66) (σ. 23)

Το χωριό Καλόλιμνος ήταν Μουδουρλίκι, Καϊμακαμλίκι είχε τα Μουδανιά και Βαλελίκι την Προύσα.

Ο Μουδούρης βοηθούνταν από τέσσερους ζανταρμάδες. Στεγάζουνταν σ' ένα μικρό κτίριο κοντά στη θάλασσα, δυο δωμάτια ήταν όλα κι όλα. Δίκαζαν μικρές δίκες ως 100 γρόσια ποινή, για παραπάνω πήγαιναν στα Μουδανιά.

Επειδή είμασταν στη θάλασσα είχαμε και λιμενάρχη. Στεγάζουνταν μαζί λιμεναρχείο και Μουδουρλίκι.

Τελάλη δεν ακούαμε, δε βάζαμε για καμιά δουλειά, Ότι ήταν το μαθαίναμε «ψόφησε το άλογό μου ή έπαθε το βόδι μου».

Τους ορισμούς του Μουδούρη περνούσαν οι ζανταρμάδες και τους πρόσταζαν στα μαγαζιά και στα καφενεία το μεσημέρι και το βράδυ που η σύναξη ήταν πολλή.


ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗ (σ. 25)

Το χωριό Καλόλιμνος υπαγόταν στη Μητρόπολη Νικομηδείας, με έδρα Μητροπολίτη τη Νικομήδεια.

Αντιπρόσωπος του Δεσπότη μέσα στο χωριό: Δεν υπήρχε άλλος εκτός από τον παπά.

(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60) (σ. 26)

Εκκλησιαστικά υπαγόμασταν στη Μητρόπολη Νικομήδειας. Ο Δεσπότης στα 5 χρόνια μια φορά να ερχόταν επειδή ήταν νησί η Καλόλιμνος και φτωχό χωριό, δεν είχε πολλά εισοδήματα. 2 παπάδες είχαμε κι αυτοί τα κάναν όλα. Και στεφανώματα και βαφτίσματα.

(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 12/3/1966) ν(σ. 27)

Ο Δεσπότης μας έρχονταν από τη Νικομήδεια κάθε χρόνο, και δυο φορές τύχαινε νάρθει, της Παναγιάς της Κορφινής το Σεπτέμβριο που πανηγύριζε το μοναστήρι.

Έμενε ως δεκαπέντε μέρες, κοιμούνταν στο Σχολείο. Η Κοινότητα ξόδευε και του στρώναν τράπεζα. Μια γριά έκανε τα φαγιά.
Ο Δεσπότης φρόντιζε για τους παπάδες και για τους δάσκαλους.

Ότι θέλαμε από άδειες τις παίρναμε από τους παπάδες μνας. Είμασταν νησί και δεν ήταν εύκολο να πάμε στη Νικομήδεια που έδρευε η Μητρόπολή μας.

Μετά από την Καλόλιμνο ο Δεσπότης πήγαινε κατά το νοτιά που είχε πολλά χωριά της περιφέρειας Νικομήδειας.

Κεφαλ. Β' – ΚΑΤΟΙΚΟΙ (σ. 28)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

300 οικογένειες ήμασταν περίπου 1500 άτομα. Τούρκοι ήταν μόνο ο Μουδούρης 2 ζαπτιέδες, 1 τελώνης, 1 λιμενάρχης κι ένας φορατζής για τα ψάρια.

Το νησί αυτό παλαιότερα ήταν ακατοίκητο. Μόνο μεγάλα μοναστήρια είχε παλιά, αλλά δεν ακούσαμε πως φτάσαν εκεί οι καλογέροι και τα κτίσαν.
Έρχονταν λοιπόν όλο ξένοι, από την παλιά Ελλάδα: Χίο, Σαντορίνη, Μάνη, Σάμο, Ήπειρο, Κρήτη, κι από τη Μ. Ασία: Τρίγλια, Απολλωνιάδα, ακόμα κι απ' τη Βάρνα είχαν έρθει.

Εμείς δεν τη φτάξαμε αυτή τη γενιά των αποίκων, αλλά είχαν μείνει ονόματα που μαρτυρούσαν καταγωγή, εξακριβωμένη καταγωγή, όπως: Σαμιωτάκη, Σαντορινιός, Βαρνιώτης κ.α.

(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 12/3/1966) (σ. 29)

Η Καλόλιμνος είχε 200 σπίτια, 2000 ψυχόμετρα (λέει την πληροφορία που επανέλαβε δυο φορές. Οι συνεργάτες δεν την είχαν ξανακούσει). Βαστούνταν από την Σάμον και από την Μάνη.

Ως φαίνεται όπως ρήμαξε τώρα το 1922 το νησί μας, ρήμαξε κι ένα καιρό που δεν ξέρουμε γιατί κανείς δεν έγραψε. Λέω πως από ότι έβλεπα κι από ότι άκουσα πως ήταν πολύ παλιό και ξανάγινε.

Οι πιο πολλοί είμασταν αγρότες, καλλιεργούσαμε τον κάμπο μας. Πέντε οικογένειες ζούσαν ολοχρονής από τα καΐκια τους. Λίγοι ήταν μοναχά ψαράδες, μεροκαματιάρηδες, τεχνίτες και μπακάληδες.

Κανένας Τούρκος δεν έμενε στο νησί μας, μοναχά το Καρακόλι, το Μουδουρλίκι και το Κουμέρκι (Λιμεναρχείο).

ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ (σ. 30)
(Μπ. Νικηφορίδης-Κώστας Αποστόλου, Κώστας του Νινή, 23/1/58)

Ο παππούς μου ήταν από την Τρίγλια. Ένας άλλος (εννοεί συνομήλικος του παππού του) ο Κρητής από την Κρήτη, άλλος από τη Σάμο και τον λέγαν Σαμιωτάκη, τα παιδιά του λέγαν : τα παιδιά του Σαμιωτάκη. 'Άλλος από το Μαρμαρά. Είχαμε κι από το Αρμουτλή κι από την Απολλωνιάδα.
Αυτούς ξέρω εγώ. Άλλους δεν ξέρω.


Κεφαλ. Γ' – ΓΛΩΣΣΑ (σ. 31)

Η γλώσσα μας ήταν  ελληνική, η κοινή ελληνική. Σχεδόν δεν είχαμε ιδιωματισμούς. Τούρκικα δεν ξέραμε φυσικά μες στο χωριό δεν είχαμε Τούρκους έξω από τους υπαλλήλους της διοίκησης. Όσοι βγαίναν έξω, είτε για να δουλέψουν είτε οι εμπορευόμενοι, αυτοί τα μάθαιναν. Οι γυναίκες δεν ξέραν καθόλου.


Κεφαλ. Δ' – ΔΕΛΤΙΑ ΜΕ ΠΟΙΚΙΛΟ ΠΕΡΕΧΟΜΕΝΟ (σ. 32)
(Μπ. Νικηφορίδης-Κώστας Αποστόλου, Κώστας του Νινή, 23/1/58)

Η Καλόλιμνος, το νησί, είχε ένα κυρίως χωριό με το ίδιο όνομα. Πάω στην Καλόλιμνο, λέγαν οι κάτοικοι για το χωριό τους ονομάζαν το νησί και το χωριό Ίμπραλη.

Στα νότια του χωριού ήταν καμιά εικοσιπενταριά τσιφλίκια (αγροικίες), ένα μικρό χωριουδάκι κάπου μια ώρα από το χωριό (την Καλόλιμνο). Το λέγαν Λένα.

Στην παραλία της Λένας είναι μια στενόμακρη γλώσσα αμμουδιά, που προχωρεί στη θάλασσα μέχρι τα μισά της απόστασης από την απέναντι ακτή, όπου είναι το Μπουγάζι (Μπουγάζι ονομάζουν την εκβολή του ποταμού στην απέναντι παραλία του Μιχαλιτσίου), του Μιχαλιτσίου. Από την μια μεριά της αμμουδιάς αυτής ήταν βαθειά τα νερά, από την  άλλη πολύ ρηχά, και πολλά πλοία που ήρθαν εκεί με τον πόλεμο και δεν ξέραν καλά τα νερά κάτσανε στον άμμο.

Καμιά δεκαριά σπίτια ήταν κι ένα άλλο χωριουδάκι, Ζουμπουρέλι το λέγαν, τι όνομα είναι αυτό, κι εγώ δεν ξέρω. Ήταν 10 λεπτά απόσταση απ' τη Λένα.

Υπήρχαν κι άλλα μεμονωμένα τσιφλίκια στην ύπαιθρο. Οι κάτοικοι των μικρών αυτών οικισμών ή των μεμονωμένων τσιφλικιών δεν έμεναν διαρκώς εκεί, αλλά ένα μέρος του χρόνου το περνούσαν στην Καλόλιμνο, προπάντων τις μεγάλες γιορτές: Πάσχα, Χριστούγεννα, γιατί στη Λένα και στο Ζουμπουρέλι δεν καθόταν παπάς, πήγαινε αραιά και που να λειτουργήσει κανένα εξωκκλήσι.

Στον Καλόλιμνο δεν είχαμε μαχαλάδες να σου πω. Λέγαμε έτσι παρατσούκλια. Στου Μώλου, στ' Αλώνια, στο Κονάκι (το χουκιουμάτι που λένε), η Μπαντούρα. Μόνο τ' Αλώνια ήταν ψηλά, τ' άλλα ήταν πάνω στη θάλασσα. Είχε λιμάνι καλό. Έβλεπες 30, 40 καΐκια μέσα, όταν ήταν κακοκαιρία. Μόνο ένας σορόκος τόπιανε που έβγαινε από την Κίο.

300 οικογένειες ήταν όλο το χωριό. Μόνο ο Λιμενάρχης, ο Μουδούρης και 2 τζανταρμάδες ήταν Τούρκοι. Κι αυτοί ελληνικά ξέραν. Ελληνικά μιλούσαμε όλοι. Τούρκικα δεν ξέραμε καθόλου. Μόνο οι ναυτικοί που ταξιδεύαν ξέρανε.

Είχαμε 2 εκκλησίες μέσα στο χωριό, τον Άϊ Γιάννη και τον Άϊ Θανάση, που δεν προλάβαμε να τον αποτελειώσουμε. Πρώτος εγώ παντρεύτηκα μέσα. Είχαμε και δυο παπάδες.

Σχολεία είχαμε δύο, για τ' αγόρια και τα κορίτσια σ' ένα κτίριο διώροφο, πάνω τα κορίτσια, κάτω τ' αγόρια. Είχαμε ένα δάσκαλο και δυο δασκάλες και παιδονόμους.

Το χωριό μας λίγα χρόνια ήταν που έγινε, ζήτημα αν απ' τους παππούδες μας ή λίγο πιο παλιά. Πρώτα, λέγαν, ήταν οι καλογέροι στα μοναστήρια κι ύστερα που πήγαιναν τα καΐκια και είδαν ότι είναι καλός ο τόπος μείναν κι άλλοι.

Η Καλόλιμνος ήταν Μουδουρλίκι και εξαρτιόταν πρώτα, στον καιρό των παππούδων τους από9 την Αρτάκη. Ύστερα, επειδή ήταν μακρυά η Αρτάκη πήγανε στα Μουδανιά και Βιλαέτι είχαν την Προύσα. Εκκλησιαστικά εξαρτιόταν από τη Νικομήδεια.

(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60) (σ. 37)

Το χωριό μας τσακαλομπάϊρο ήταν, πετρώδες μέρος, άχαρο, ο κόσμος φτωχός. Ένα κοστούμι 20 χρόνια το είχαν, ένα ζευγάρι παπούτσια 15 χρόνια, πήγαμε πρόσφυγες το '14 και επιστρέψαμε κι ακόμα τα ρούχα του χωριού είχαμε.

Αν ήμασταν βέβαια τώρα, αυτή την εποχή, με τα μηχανήματα, θα τ' αξιοποιούσαμε καλύτερα, προπαντός τη θάλασσα.

Τότε είχαμε ένα γρυπάκι μικρό και τ' άλλα όλα ήταν δίχτυα, και στα κομπλέματα και βόλβες (πετονιές). Και κοντός κόσμος: και να βγάλεις ψάρια που να τα πας, άμα χάλαγε ο καιρός; Τα πετούσαμε , ένα αυγό παίρναμε με μια παλαμίδα. Και στο χωριό μας ποιος ν' αγοράσει και να φάει ψάρια, όλοι ψαράδες ήταν: Άντε πάρε τη βόλτα σου να βγάλης. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο, που μολονότι ήμασταν νησί δεν είχαμε πολλή κι οργανωμένη ψαρική, αφού δεν υπήρχε εμπόριο ψαριών. Έρχονταν απ' έξω πιο πολύ και ψάρευαν εκεί στα νερά μας.

Πολύ μας ωφέλησε που φύγαμε  κι ήρθαμε εδώ είμαστε πιο καλά εδώ, γιατί, μολονότι εκείνος που είχε πολλά εκεί, πήρε τα ίδια κτήματα εδώ, μ' εκείνον που είχε λίγα ή καθόλου, νοικοκυρευτήκαμε καλύτερα και τ' αξιοποιήσαμε εδώ τα κτήματά μας, το λέμε εμείς που ήμασταν καλοί νοικοκύρηδες εκεί και ζημιωθήκαμε ως προς τα κτήματα.

Ζωή ήταν εκεί! Κι άσε που όλη μέρα φοβόσουν τον Τούρκο. Εδώ κοιμάσαι ήσυχα το βράδυ, άσε και την πόρτα σου ανοιχτή, κανείς δεν μπαίνει.


Ε' Γεωγραφικά Στοιχεία
1.   Θέση του χωριού
2.   Βουνά, Λόφοι
3.   Σπηλιές
4.   Νερά, Θάλασσα
5.   Κλίμα


ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ (σ. 40)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Το χωριό ήταν κτισμένο στη βόρεια παραλία του νησιού, πάνω στο γιαλό, άμα πατούσε θάλασσα τα μαγαζιά τα έβρεχε. Είχε και ίσιωμα, πρώτα, κι έπειτα ερχόταν λίγο αμφιθεατρικά.

Άμα έβγαινες έξω ήταν αψηλωσιά. Το ύψωμα που ήταν πίσω από το χωριό, μόλις έκανες μιαν ώρα δρόμο, έπαιρνε ίσιωμα κι έπιανες τους πρόποδες της Αγίας Κορφηνής.

Λιμάνι είχαμε καλό, όποιο καΐκι κινδύνευε στο πέλαγος ήθελε να πιάση σε μας. Απ' όλους του ανέμους ήταν προφυλαγμένο, λίγο η Νοτιά τόπιανε. Και μερικοί τραβούσαν τα καΐκια έξω όταν τους έπιανε ο καιρός στο λιμάνι.

Όπως μας λέγαν οι γονιοί μας, το χωριό ήταν παλαιότερα μισήν ώρα πάνω από την παραλία, το μέρος που ήταν πριν λεγόταν Παναγία. Κατόπι όμως κατεβήκαν στην παραλία, πότε έγινε αυτό δεν μπορούμε να ξέρουμε, γιατί κι οι παππούδες μας κάτω το βρήκαν.

(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 12/3/1966) (σ. 42)

Η Καλόλιμνος είχε κάμποση έκταση, δεν μπορούσες να τη γυρίσεις με τα πόδια γιατί ο Άϊ Λιας έβγαινε απ' τα νερά, γι' αυτό τη φέρναμε βόλτα με τη βάρκα και κάναμε μια ώρα.

Τα σπίτια τάβρεχε η φουσκοθαλασσιά. Έβγαινες από τη θάλασσα κι έμπαινες στο σπίτι.

Όσο ήταν τα καΐκια με τα πανιά, με το νοτιά κάναν δυο μέρες να πάνε στα Μουδανιά. Το 1919 που βάλαν μοτόρια ξεφόρτωναν και γύριζαν, τόπιαναν σε 3-4 ώρες. Από τα Μουδανιά είχε σιδηρόδρομο και πήγαινες στην Προύσα, ήταν μεγάλο μέρος.

Άμα έφευγε ένα πλοίο από την Πόλη, δεν είχε άλλο λιμάνι ξημερώνονταν στην Κίο, αναγκαστικά εκεί πήγαινε.

ΒΟΥΝΑ (σ. 43)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Τρία ήταν τα βουνά μας. Το Άϊ Λια, η Αγία Κορφηνή και του Μαυρονά.

Του Άϊ Λια (βλέπε σχετικό δελτίο και στα Μοναστήρια) ήταν μόνο μιαν ώρα από το χωριό, δυτικά, κρεμάμενο, απότομο βουνό. Εμείς σαν παιδιά πηγαίναμε και μαζεύαμε από κει αυγά των γλάρων, και πολλοί σκοτώνονταν, είχαμε θύματα.

Μόνο από το πρόσωπο του χωριού μπορούσες να τ' ανέβης αυτό το ύψωμα, σε 10 λεπτά μπορούσες να τ' ανέβης.

Το μεγαλύτερο ήταν η Αγία Κορφηνή (βλέπε σχετικό δελτίο και στα Μοναστήρια), μιαν ώρα ν' ανέβης επάνω, από το χωριό, δυτικά μας έπεφτε.

Το ύψωμα του Μαυρονά ήταν βόρεια του χωριού, σε μισήν ώρα μπορούσες να τ' ανέβης. Ήταν δασωμένο.

Είχαμε και το Γλάρο, βουνό παραθαλάσσιο, μαλακό βουνό ήταν, σε μισήν ώρα μπορούσες ν' ανέβης. Από την πλευρά της θάλασσας ήταν, συνέχεια μ' αυτό η Λουμπάρδα, βράχος απότομος, γκρεμός, από τη θάλασσα δεν μπορούσες να βγης επάνω. Είχε κι ένα κυπαρίσσι εκεί κι από το χωριό φαινόταν έτσι ψηλό.

Ανατολικά του Άϊ Παντελεήμονα (βλέπε σχετικό δελτίο) ήταν κι ένα άλλο υψωματάκι, με πεύκα επάνω, το Κυπαρισσάκι. Στην εποχή μας κυπαρίσσι δεν υπήρχε εκεί.

Άλλο ένα ήταν κοντά στον Άϊ Γιάννη, το ερειπωμένο εκκλησάκι που ήταν μεταξύ. Άϊ Παντελεήμονα και Σωτήρος. Αυτό λεγόταν Καλογριά. Είχε πεύκα κι εκεί, ρουμάνια ήταν. Και χαράδρες είχε.

Τέλος δεξιά του Σωτήρος, κάπου 100 μέτρα, ήταν ύψωμα πάλι, χωρίς ιδιαίτερο όνομα, που προχωρούσε κατά τον Άϊ Γιώργη. Είχε και δάσος, καλό δάσος, βγάζαμε ξύλα για τα σπίτια, για τα καράβια, αυτό όμως στα τελευταία που του δώσαν φωτιά, πριν δεν άφηναν να κόψης.

(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 10/3/1966) (σ. 46)

Τα βουνά μας καλλιεργούνταν ρίχναμε στάρια και κρεμύδια, όπου δεν έβγαιναν αυτά φυτεύαμε αμπέλια. Δεν ακούονταν με ξεχωριστά ονόματα ήταν μοναστήρια του Προφήτη Ηλία, του Άϊ Γιάννη, η Γέννηση της Παναγίας (η Κορφινή), επειδή ήταν στην κορφή τη λέγαμε Κορφινή. Από την Κορφινή τα έβλεπες όλα, σπίτια, λιμάνι της Προύσας, το βουνό Κατιρλή σηκώνουνταν ανατολικά. Από τον Προφήτη Ηλία κατά τη δύση ήταν σαν σαμάρι και το χωριό δεν φαίνουνταν. Το άλλο το βουνό ο Άγιος Γιάννης το βρήκαμε χαλάσματα, δεν φαίνονταν τι ήταν άλλοτε.

Κανένα σημάδι, μια γούβα είχε, ένα βάθος, όπως κάνουν για να ρίχνουν τα σκουπίδια. Όλα τα βουνά μας ήταν μέσα στη θάλασσα, απ' όπου ήθελες με τα πόδια τα γύριζες.

Τον Απρίλη σαν έκανε καλό καιρό με φαναράκια γυρίζαμε με τη βάρκα και μαζεύαμε καβούρια που βγαίναν να αφίσουν το χαβιάρι τους.

Ένα βουνό μας που λέγονταν Μαυρουνιάς, κοντά στη θάλασσα κι αυτό, ήταν πετρώδες κι απάνω είχε χωράφια και καλλιεργούνταν.

Ο Άϊ Λιας είχε κόψιμο και πατούνταν όλο το μέρος ρηχά, κάτι που έμοιαζε με κόλπο.

Από το Βοριά ήταν πετρώδες σαν ουνά ξέρες, σαν νησάκια ξερά, τα χτύπαγε η θάλασσα. Εκεί πιάναν ψάρια, με πλεμάτια, αγγίστρια, ειδών, ειδών.

Όσο έβλεπε το μάτι σου και δεν γνώριζες ποιος ήταν, είχε άμμο ως το βουνό τ' Άϊ Λια, είχε πετραδάκια έξω από τα σπίτια. Και κατά τη δύση, γάμα δεν ήταν, έβγαινε τ' Άϊ Λια το βουνό. Είχε λιμάνι δεν τόπιανε ο καιρός κι άραζαν και κει, και κείνοι που ταξίδευαν και δεν ξέραν καλά εκεί άραζαν. Είχε και κατά το βοριά λιμάνι μα ήταν πολύ πετρώδες. Στις πέτρες αυτού του λιμανιού βγάζαν μεγάλα στρείδια, πιο πολύ το χειμώνα που τραβιούνταν η θάλασσα.

Από τα σπίτια πέντε δέκα λεπτά, είναι δρόμος ανάμεσα σ' αλώνια, αμπέλια και χωράφια σ' έβγαζε στον Άϊ Λια.

Και για να πας στην Κορφινή από ένα στενό δρόμο περνούσες ανάμεσα σε μπαξέδες και μουριές. Η Κορφινή κατά δυσμάς καλλιεργούνταν.

Όλα τα βουνά μας ήταν λίγο παρά μέσα από τη θάλασσα και μπορούσες να τα φέρεις βόλτα, μοναχά από τον Άϊ Λια δεν μπορούσες από κάτω να περάσης γιατί έμπαινε πέρα πέρα η θάλασσα. Τα βουνά μας δεν στέκαν κοντά κοντά είχε ανάμεσα χωράφια.

Τα βουνά τ' Άϊ Λια και τ' Άϊ Γιάννη τα λέγαμε «κρεμαστά» γιατί είχαν πέτρινα γουβώματα, Δεν ήταν απάτητα δουλεύονταν μα ήταν και κρεμαστά.
Ο Άϊ Γιάννης όπως ήταν σαν σαμάρι δουλεύουνταν από το νοτιά, μόνο κατά τα νησάκια ήταν άγονο.

Όποιος νοίκιαζε χωράφια είχε και τη φροντίδα τ' Άϊ Λια. Μόνο ο Άϊ Γιάννης ήταν χάλασμα, Ο Άϊ Λιας είχε εκκλησία και πηγαίναμε στις 20 Ιουλίου με παπά λειτουργούσαμε και πανηγυρίζαμε. Έβαζε ξύλα, είχε χωράφια που δίναν καλό εισόδημα.

ΤΕΠΕΣ-ΤΟΥ ΝΑΝΟΥ ΤΑ ΚΑΜΜΕΝΑ (σ. 50)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 14/3/1966)

Του Νάνου τα Καμμένα ήταν ένα ύψωμα, βρίσκονταν πιο πέρα από το γκρεμισμένο μοναστήρι του Άϊ Γιώργη.

Στην πλαγιά δουλεύονταν. Φύτρωναν ως 20 κυπαρίσσια που φαίνονταν από το χωριό. Είχε πολύ καλό αέρα κι έρχονταν το καλοκαίρι από την Πόλη. Δεν ήταν μεγάλο, με τα πόδια το γύριζες. Μετά το ύψωμα αυτό που τόλεγαν και Κυπαρισσάκια, έβγαινες στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα.

Δεν ξέρω γιατί τόλεγαν του Νάνου τα Κομμένα.

ΤΟ ΚΑΤΙΡΛΙ (σ. 51)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 20/3/1966)

Το βουνό Κατιρλί σηκώνουνταν ανατολικά από το νησί μας. Ήταν βουνό της Προύσας ανάμεσα Νίκαια και Ισμίτ, προς τον Άγιο Στέφανο. Το βλέπαμε που ψήλωνε και το άκουα που τόλεγαν

ΣΠΗΛΙΑ (σ. 52)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Σπηλιά εκεί είχαμε μια, στον ΆΪ Λια, και τον λιποτάκτη τότε από τον τουρκικό στρατό λέγαν ότι κρύβονταν μέσα. Εγώ τον είδα (ο Θεολόγος Αντώνογλου), του Άϊ Λια η σπηλιά τη λέγαμε. Ακούγαμε ότι κάποτε εκεί ζούσε ένας καλόγερος.

ΡΕΜΑΤΑ (σ. 53)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Μέσα από το χωριό περνούσε το ρέμα της Αγίας Κορφηνής, μικρή η απόσταση από κει που ξεκινούσε ως το χωριό, τι νερό ήθελε να κατεβάση! Σκορπούσε. Καμιά φορά δεν έκαμε ζημιές. Γεφύρι δεν είχε, βάζαμε δυο πέτρες και περνούσαμε.

Επίσης και στου Άϊ Σωτήρος είχε ρεματιά και στου Άϊ Παντελεήμονα και στου Άϊ Γιώργη και στου Άϊ Γιάννη αλλά μικρές ζημιές, ξερές, μόνο αν έβρεχε κατέβαζαν τα νερά της βροχής.

ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ (σ. 54)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 10/3/1966)

Ποτάμι δεν έτρεχε στο νησάκι μας. Το χειμώνα γίνονταν από τις βροχές ένα ξερόρεμα, το λέγαμε ντερέ. Δεν ποτίζαμε, ούτε τα ζωντανά πίναν.
Μια χρονιά φούσκωσε τόσο πολύ, ήταν Ιούνιος, που έρριξε δυο σπίτια. Τα βουνά κατέβαζαν πολλά νερά.

Η ΘΑΛΑΣΣΑ (σ. 55)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 10/3/1966)

Μικρό μα θαυματουργό ήταν το νησί μας. Έβγαινες απ' τη θάλασσα κι έμπαινες στο σπίτι. Γύρω γύρω μας έβρεχε. Όπου έγερνε ο ήλιος όλο σκιά.
Παντού μπορούσαν να κάνουν μπάνιο. Ήταν πολύ  όμορφο, όπως έστεκε απάνω στο νοτιά. Τώρα που ήθελε να μας μάθει ο κόσμος χαθήκαμε.
Και πλούσια, καρπερά νερά, και τι δεν βγάζαμε και τι δεν ψαρέβαμε.

ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΖΩΗ (σ. 56)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 12/3/1966)

Το λιμάνι του νησιού μας άνοιγε σαν γάμα, λίγο παραμέσα στέκαν τα βουνά, εξόν από τον Άϊ Λια.

Είχε και από το βοριά λιμάνι, μα ήταν πετρώδες, εκεί γίνονταν μεγάλα στρείδια.

Όσο έβλεπε το μάτι σου και δεν γνώριζες ποιος ήταν, είχε άμμο, ως το βουνό τ' Άϊ Λια είχε πετραδάκια, κι όξω από τα σπίτια της παραλίας.
Μακρυά από τη στεριά αν κοίταζες, από τα σπίτια της παραλίας φαίνονταν αν ήταν βάρκες γύρω στο νησάκι το Γλάρο.

Μερικοί από μας ήταν ψαράδες και καϊκτσήδες, οι άλλοι καλλιεργούσαν τη γη. Είχαν ένα μαντένι κι αργαλειό ψάρευαν λογής λογής ψάρια και θαλασσινά τσελέρια, αστακούς,, χτένια. Τραβούσε γύρω γύρω η βάρκα, γέμιζε ο αργαλειός, τον άδειαζαν και πάλι.

Για συγκοινωνία είχαμε μοναχά καΐκια, πήγαιναν ως τη Μαύρη θάλασσα. Απ' αυτή τη δουλειά ζούσαν ολοχρονής πέντε οικογένειες. Το λιμάνι μας μοναχά ο νοτιάς το χτύπαγε, όποιο πλεούμενο θαλασσόδερνε σε μας άραζε ως να περάσει η αντάρα. Ήταν μέρες που πήζαν στο λιμάνι καΐκια, καράβια.

Μας έρχονταν από παντού και τα τελευταία χρόνια και από τη Μυτιλήνη.

Τον καιρό που δεν είχαν δουλειά Απρίλη, Μάη, τρεις μήνες πες, τραβούσαν τις βάρκες και τα καΐκια και τα καλαφάτιζαν και τα μπογιάτιζαν.

Το καλαφάτισμα ήταν να χώσουν στουπί ανάμεσα στις χαραμάδες, μετά πίσσα και μετά τη μπογιά.

Δεν βάζαμε στα πλεούμενά μας ονόματα γνωστά σα να πούμε «Δελφίννι» ούτε της γυναίκας μας ή της κόρης μας ας πούμε «Μαρία», «Ελενίτσα» ούτε καμιανού Αγίου το όνομα. Τα λέγαμε με το όνομα του νοικοκύρη τους, του Μελαχροινού, του Χατζηκωστή, του Χατζηϊορδάνη.


ΚΛΙΜΑ (σ. 59)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Το κλίμα μας ήταν καλό. Το χειμώνα έκανε χιόνι αλλά δε βαστούσε πολύ. Ούτε και κρύο είχε πολύ-όχι παλτά, αλλά ούτε και παπούτσια φορούσαμε.

Με το ψάρεμα μπορούσαμε ν' ασχολούμαστε και το χειμώνα άμα φυσούσε βοριάς ψαρεύαμε στο νοτιά, κι άμα φυσούσε νοτιάς, στο βοριά, φέρναμε γύρω το νησί.

Την άνοιξη δεν είχαμε βροχές και ήταν η εποχή που πολύ τη χρειαζόμασταν, έβγαινε ο κόσμος στα χωράφια να τσαπίση, να σπείρει το κοκκάρι.
Πάσχαμε από βροχή. Τώρα απέναντι, στην ακτή της Μικρασίας έβρεχε, αλλά εμείς-νησί μικρό- δεν είχαμε και δάσος να τραβήξη νερό, δεν είχαμε βροχές, βγάζαμε όλες τις εικόνες και κάναμε λιτανείες, και να δεις που έβρεχε τότε.

Το καλοκαίρι είχαμε δροσιές, τόπιανε αγέρας από παντού το χωριό. Μπάνιο κάναν μόνο τα παιδιά, οι νέοι. Οι γυναίκες δε κάναν, περιμέναμε να πάνε να πλύνουν τα πόδια τους να δούμε λίγη γάμπα, με τις βράκες ήταν τότε. Εμείς δεν βγαίναμε καθόλου από τη θάλασσα, θαλασσοπνίχτες ήμασταν. Όλη μέρα τσαλαβουτούσαμε να βγάλουμε καβούρια. Του Άϊ Γιωργιού σκοτωνόμασταν να πάρουμε ένα σπαρματσέτο από τον μπακάλη, να το βάλουμε στο φανάρι, να πάμε να πιάσουμε καβούρια. Λέγαμε: Απόψε τα καβούρια θα χορέψουνε. Και πράγματι τάβλεπες το ένα πίσω απ' τ' άλλο που βγαίνανε. Αλλά ήταν η εποχή τους που βγαίναν, τι χορός!

Ούτε το φθινόπωρο είχαμε βροχές, ψιλοπράματα. Διψούσαμε, δεν έβρεχε εύκολα. Κάναμε τότε τις ετοιμασίες για το χειμώνα, κάτι λίγα. Ξύλα δεν κουμπανιάραμε-που να βρης ξύλα! Από τ' αμπέλια τις βέργες και τα τσαλιά φέρναμε ή κανένα ναυάγιο να πέση έξω, να πάρουμε ξύλο να μαγειρέψουμε κανένα κάρβουνο να μας φέρουν από απέναντι.

(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 12/3/1966) (σ. 63)

Δεν ήταν θερμό, έκανε κρύο και ζέστες, άμα έρριχνε χιόνια άσπριζαν οι στεριές. Μαίστρος τραμουντάνας, ο καιρός έπιανε στα δύο τρία χρόνια.
Στα χωράφια, στα απάγια (κοϊτές= ) κάναν βδομάδες να λιώσουν τα χιόνια. Άμα έκανε βαρύ χειμώνα δεν μπορούσαμε να βγούμε όξω.

Γενάρη Φλεβάρη το κρεμύδι πρέπει να φυτευτεί πιάναμε τώρα κατά το χώμα, γιατί ήταν πετρώδες, ασπρόχωμα.

Το στάρι δεν κάνει εξαίρεση ρίχνεις ότι χώμα και νάναι. Ρίχναμε το κοκάρι, το σπόρο τέλεια Φεβρουαρίου πρέπει νάναι πεσμένο στη γη να μην έχει ξέρα και το πάρουν τα μυρμήγκια, νάχει από κάτω νοτιά. Και το χώμα μας τη βροχή του Μάρτη δεν τη σηκώνει. Ήταν χαλασμός, από κάτω κρύο κι έβγαινε το σκουλίκι, ο κρομυδολόγος, κι έτρωγε το φυντάνι, στη ζέστη χώνουνται στη γη.

Σαν έβρεχε Απρίλη, Μάη, είχαμε εισοδήματα καλά. Δεν ακούς που το λένε κι εδώ; Μόνο για τα στάρια ήταν αυτό.

Αρχάς Απριλίου τα καίλια είναι κάτι μαύρα πουλιά με κίτρινη μύτη ξεκόλωναν το μαραμένο το κρεμύδι και βρίσκαν το σκουλίκι και τότρωγαν.
Όποιος δεν είχε παιδιά, και οι ναύτες και οι ψαράδες παίρναν στον καιρό της δουλειάς εργάτες.

Είχαμε σωρούς τα κρεμύδια ξεραίνουνταν τα φύλλα πηγαίναμε τη νύχτα με τη δροσιά, τα πλέκαμε και τα στιβάζαμε στο σπίτι, είχε φασαρία.

Κατά τον καιρό περνούσαν και τα πουλιά κοτσίφια, είχαμε το χειμώνα τον καιρό που φεύγαν τα χελιδόνια μέναν αυτά φεύγαν από το νοτιά και τα λελέκια και μας έρχονταν οι πάπιες.

Τρώγαμε συχνά φασόλια, ρεβίθια, κουκιά, ψάρια, σπάνια το χειμώνα τρώγαμε κρέας ας πούμε τα Χριστούγεννα. Το καλοκαίρι είχαμε μικρά και σφάζαμε. Και το Πάσχα πάλι τρώγαμε πρόβατα.

Βγάζαμε και άφειο, είναι σαν το ρεβίθι, εδώ το λένε λαβύρινθο.

Δεν κυνηγούσαμε, μόνο άγρια πουλιά χτυπούσαμε και σπάνια κανένα λαγό. Άλλοτε είχε πολλά, μα τα ξεπάτωσαν τα κατσούλια, φεύγαν από το χωριό τραβούσαν στη λαγκαδιά κι αγρίεβαν.

Ζεσταινούμασταν το χειμώνα με ξύλα που καίγαμε στα τζάκια ή με κάρβουνο στα μαγγάλια. Τα κάρβιουνά μας ήταν από οξά και γυάλιζαν.
Αγοράζαμε 100 οκάδες και περνούσαμε όλο τον καιρό, φαί, μαγγάλι, για το πλύσιμο καίγαμε πάντα ξύλα.


Κεφαλ. Ζ' ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ (σ. 65)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 14/3/1966)

Βγαίναμε έξω δυτικά στα παράλια, χαμηλωσά και πάνω ράχη, μακρύ ήταν το νησί. Βγαίναμε στον Παληοτσεσμέ στην πεδιάδα όπου και να πήγαινες ένας δρόμος ήταν παραθαλάσσιος.

Δεν ξέρω δεν θυμάμαι γιατί το λέγαμε «Παληοτσεσμέ».

Πρώτος μεράς ήταν το Καβάρι, από κει ήταν του Ασκού, η Λαγκάδα.

Κατά το νοτιά απλώνονταν ο μεράς του Λίμπου, μετά η Κουκουβάγια μετά το Κριτί, τέρμα. Πάμε που σούπα στο Γλάρο στη θάλασσα. Μετά του Γιακιράκη από τη θάλασσα 10 μέτρα ψηλά.

Δέκα μέτρα όξω έβγαινε μια ξέρα και ήταν η ρεματιά χωρίς νερό, είχε και ισώματα η περιφέρεια λέγουνταν Παπανίτσος κοντά σ' αυτόν ο Μελάνος σώθηκε, ύστερα θάλασσα ... από κει απάνω ο Γλάρος ύψωμα, όχι πολύ ψηλό, κατέβαιναν τα άλογα και φόρτωναν τα κρεμύδια και λέγουνταν το μέρος Μπουνάτσας. Από κει τελείωνε και βγαίναμε στη ράχη, πλαγιά πήγαινε και γύριζε το νησί.

Απάνω προς το βοριά ήταν ο Μητράκος. Έμενε εκεί χρόνια καιρό κάτοικος ο Νεόφυτος, είχε σπίτια, πηγάδια, βόδια, άχερα, κοιμούνταν, έτρωγε.
Είχε και παιδιά, κατέβαιναν για το σχολείο με τα πόδια, άπεχε ένα τέταρτο με μισή ώρα από το χωριό.

ΒΟΛΕΣ (σ. 67)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Όλη η περιφέρεια του νησιού ήταν 17 μίλια, σ' αυτό το διάστημα υπήρχαν μερικές βολές, όπου ψάρευαν. Μες στο χωριό, πρώτ' απ' όλα, ήταν δυο μεγάλες βολές: το Σφυρί και η Πέτρα. Ήταν κι η βολή του Σταυρακάκη, προς το Σορόκο, και η Λένα προς νότο.

ΖΙΜΠΟΥΡΕΛΙ (σ. 68)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Το Ζιμπουρέλι ήταν τσιφλίκι κι αυτό, καμιά δεκαριά αγροικίες, μιαν ώρα από το χωριό, μεσόγειο. Οι κάτοικοι πότε μέναν εκεί πότε κατεβαίναν στην Καλόλιμνο, το περισσότερο εκεί μέναν. Εκκλησία δεν είχαν, για να εκκλησιαστούν και πότε κατέβαιναν στη Λένα (βλέπε σχετικό δελτίο του ίδιου πληροφορητή), πότε στο χωριό.

ΤΟ ΚΡΥΟΝΕΡΙ (σ. 69)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 12/3/1966)

Είχαμε ένα χωράφι είκοσι μέτρα ψηλά, και έτρεχε μια πηγή με πολύ κρύο νερό γι' αυτό το λέγαμε «Κρυονέρι». Τα χωράφι το σπέρναν.

ΛΕΝΑ (σ. 70)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Η Λένα ήταν παραθαλάσσιο τσιφλίκι, στα νότια του νησιού, απέναντι στο ποτάμι του Μιχαλιτσιού, περίπου 1-,5 ώρα απ' το χωριό μας. Δεν είχε δρόμο να παν ως εκεί, τσακαλομπάϊρα ήταν (Μπαϊρια= ανηφοριές, Τσακαλομπαίρια= κακοτοπιές κατάλληλες για τσακάλια).

Εκεί μέναν καμιά εικοσαριά οικογένειες, όλο το χρόνο. Μια φορά την εβδομάδα έρχονταν στο χωριό και  ψώνιζαν.

Είχαν εκκλησία Άϊ Θανάση, παλιό καλογερικό κτίσμα. Πέτρινη ήταν κι όχι πολύ μεγάλη, κάπου 150-200 άτομα θα χωρούσε. Είχε και καμπάνα κρεμαστή στο δέντρο. Εμείς εκεί τη σώσαμε, ποιος ξέρει πότε κτίστηκε.

Είχαν και δυο αερόμυλος στη Λένα, στο λιμανάκι της καταφεύγαν με το βοριά τα καΐκια, ήταν καλό, προφυλαγμένο από το βοριά.


Κεφ. Η'
Εσωτερική μορφή του χωριού
1.   Το πράσινο του χωριού
2.   Μαχαλάδες, Δρόμοι, Πλατείες, Χοροστάσια
3.   Νερά του χωριού
4.   Σπίτια
5.   Εκκλησίες, Παρεκκλήσια, Ξωκκλήσια, Μοναστήρια, Αγιάσματα
6.   Νεκροταφεία
7.   Σχολεία
8.   Χάνια, Καφενεία, Λουτρά, Μύλοι

ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ (σ. 72)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Τα σπίτια ήταν πυκνά μες στο χωριό, δεν υπήρχε χώρος για περιβολάκια. Εξάλλου ήταν πετρώδες το μέρος. Μόνο μερικά δέντρα υπήρχαν, κάτι σκαμνιές και συκιές.

ΜΑΧΑΛΑΔΕΣ (σ. 73)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)
Μαχαλάδες με την έννοια που έχουμε εδώ δεν είχαμε εκεί. Απλώς μερικά ονόματα, αρχαλια κι εκείνα, για να καθορίσουμε ορισμένα σημεία του χωριού.

Στ' απάνω τ' αλώνια, στον Παλιοτσεσμέ, στη Μπαντούρα, στους Μύλους, στο Κονάκι. Να αυτά ήταν.

(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 12/3/1966) (σ. 74)
Όλο το χωριό ήταν δυο μαχαλάδες, χωρίς ονόματα.


ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ (σ. 75)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Οι κεντρικοί δρόμοι του χωριού, δυο τρεις, ήταν καλντερίμι και οι υπόλοιποι με χώμα. Νερό όμως δεν έμενε με τις βροχές, ήταν γυρτό το χωριό κι έφευγε.

Στενοί δρόμοι ήταν , μόνο άνθρωποι και ζώα περνούσαν, κάρα εξάλλου δεν είχαμε εμείς. Τη νύχτα ήταν σκοτεινοί, δεν φωτίζονταν.


(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 10/3/1966) (σ. 76)

Όλο το χωριό ένα παραλιακό δρόμο είχε. Ήταν και άλλοι, όλοι στρωμένοι με καλντερίμι και πολλοί με χώμα. Το χειμώνα πιάναν λάσπη πολλή. Το φάρδος τους έφτανε τα 3-4 μέτρα.

ΠΛΑΤΕΙΕΣ (σ. 77)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Στο σχολείο δίπλα εκεί, είχαμε μια πλατεία της εκκλησίας ο αυλόγυρος πες ήταν. Χορούς κάναμε εκεί, το Πάσχα, στις γιορτές χορεύαν οι νέες, οι νέοι, οι αρραβωνιασμένοι- ω τέτοια είχαμε. Μεθούσαν, σπούσαμε τα τζάμια.Και στα καφενεία, κάτω στην παραλία, γίνονταν χοροί.

ΠΛΑΤΕΙΕΣ-ΧΟΡΟΣΤΑΣΙΑ (σ. 78)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 10/3/1966)

Κάτω από το δικαστήριο είχε μια πλατεία, άλλη μια μεγάλη βρισκόταν στην εκκλησιά όξω,  θάταν όλες 2-3.

Εκεί χόρεβαν το Πάσχα όλοι μαζί. Τα Χριστούγεννα, χόρεβαν τα παλληκάρια μέσα στα καφενεία. Θυμούμαι ένα τραγούδι την 'Κακούργα»
«Άμα την κατεβάζαν
Από τη σκάλα της
μικρή μεγάλη κλαίγαν (σ.σ. εννοεί, μάλλον, «μικροί, μεγάλοι κλαίγαν»)
την ομορφάδα της.
κι όταν την περνούσαν
από το καπηλιό,
κλαίγαν τον άσπρο της λαιμό»
Θυμούμαι κι άλλο ένα:
Όχου καϋμένη λευτεριά
και πως να σε ξεχάσουν
δε σε πουλάνε στα τσαρσί
νάρθω να σ' αγοράσω


Είχαμε όλο τον καιρό ντόπιους παιχνιδιάτορες παίζαν ένα λαγούτο κι ένα βιολί. Στο πανηγύρι έρχονταν από άλλα μέρη.

ΤΑ ΑΛΩΝΙΑ (σ. 80)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 12/3/1966)

Τα αλώνια τα είχαμε στο ύψωμα, όχι κοντά στη θάλασσα. Τους αλωνότοπους ποτέ δεν τους σπέρναμε. Στις θυμωνιές ξεκουραζούμασταν και τρώγαμε. Κάτω μεριά είχε και μουριές. Εκείνος που γύριζε τα άλογα δεν ήταν όλο ο ίδιος, πότε ο ένας, πότε ο άλλος. Αλωνίζαμε με τις λουκάνες, ήταν δυο κομμάτια, τις φτιάχναν από ξύλο και πέτρες, μοιάζαν με κάρα, τις ζέβαμε στα αλόγατα.

Τη νύχτα που κουβαλούσαμε τα δεμάτια τραγουδούσαμε. Όχι για παλέματα και για το Χάρο. Με βοριά αλωνίζαμε, με νοτιά δεν γινόταν να λιχνίσουμε. Μόνο με το βοριά λιχνίζαμε. Και οι ανεμόμυλοί μας με βοριά γύριζαν κατά την ανατολή στο Μαυρονά στέκαν. Ανήκαν στον Αριστοτέλη Αδάμ και στον Χ''Ιορδάνη δεν τους δούλευαν οι ίδιοι τους νοίκιαζαν σε χωριανούς.


ΝΕΡΑ (σ. 82)
(Μπ. Νικηφορίδης-Κώστας Αποστόλου, Κώστας του Νινή, 13/1/58)

Στο χωριό είχαμε νερό από μια πηγή που έβγαινε στ' αμπέλια, κανένα τέταρτο απ' το χωριό και το φέρναν με σωλήνες στις βρύσες. Είχαμε και πηγάδια γλυφά, μόνο για λάτρα.

Έξω από το χωριό 10 λεπτά, ήταν και δυο άλλες βρύσες που το νερό τους ερχόταν από μια ρεματιά, απ' του Μαυρουδή το χωράφι, εκεί κοντά. Και τώρα να πάω θα το βρω.

Έχει κι άλλα νερά έξω. Δίπλα στο μοναστήρι τ' Άι Δημήτρη είχε πλούσιο νερό (πηγαίο εννοεί) που έτρεχε μέρα-νύχτα και το φέρναν στις βρύσες του μοναστηριού. Τι νερό! Το χειμώνα άχνιζε, το καλοκαίρι ήταν κρούσταλλο. Κι άλλα δυο τρία νερά 10 λεπτά πιο πέρα από το πρώτο. Άλλα νερά ήταν στου Άϊ Γιάννη (βλέπε δελτίο «Μοναστήρια και εκκλησία» του ίδιο πληροφορητή), του Πλοίαρχου, 5 λεπτά από το προηγούμενο, του Ζαφείρογλου σ' απόσταση 5-10 λεπτά από τ' άλλα δυο. Νερά είχε και κανένα τέταρτο από το μοναστήρι τ' Άϊ Γιωργιού.

Στη Λένα είχε δύο πηγάδια.

ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ (σ. 84)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Εμείς φτάσαμε δυο βρύσες με λίγο νερό, μέσα στο χωριό, και δυο παραέξω. Τα νερά έρχονταν με τα κιούγκια απ' έξω.

Μέσα στο χωριό ήταν του Μαρνέλλη η βρύση και του Αλοίμονο, παραθαλάσσια αυτή. Δίπλα στο χωριό ήταν ο Παλιοτσεσμές και 10 λεπτά περίπου από τα σπίτια μια άλλη, χωρίς όνομα, παραθαλάσσιες κι αυτές οι δύο.

Πηγάδια είχαμε 3-4 μες στο χωριό. Έξω είχαμε πολλά νερά, όλα τα Μοναστήρια είχαν νερά, τοπικά νερά, άφθονα. Έξω από το χωριό στάμνα δεν έπαιρνες, με το κατσαρόλι έπαιρνες απ' όπου ήθελες νερό. Λέγαν ότι αυτά τα νερά ερχόνταν απ' απέναντι, απ' τον Όλυμπο.

(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 12/3/1966) (σ. 85)

Μέσα στα σπίτια δεν είχαμε νερό, βρύσες τρέχαν μια στη θάλασσα, μια στη μέση του χωριού. Έρχονταν από πολύ ψηλά που ήταν η πηγή, το κατέβαζαν με σωλήνες.

Παίρναμε νερό και από ένα πηγάδι, το καλοκαίρι στέγνωναν οι βρύσες και τραβούσαμε από το πηγάδι. Το πηγάδι αυτό ήταν κτιστό, δεν είχε σκέπασμα έκανε για πόσιμο και για πλύση, για πότισμα. Όλη ώρα, έπαιρνε όλο το χωριό και ποτέ δεν άδειαζε. Δεν ήταν μακρυά τα σπίτια, μόνο τα πολύ άκρια, δεν θυμούμαι καλά, είχαν ένα πηγάδι κατά τη δύση μ' αυτό δεν πίνονταν.

ΣΠΙΤΙΑ (σ. 86)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Τα σπίτια ήταν πυκνά στο χωριό, παλιό, τουρκικό σύστημα, σπίτια λίγα, τ' άτομα πολλά. Κάθε 5-10 σπίτια περνούσε δρόμος.
Μονόπατα ήταν σχεδόν όλα, σπάνια μερικά δίπατα. Από ξύλα ήταν φτιαγμένα και μερικά παλιά με πέτρα. Από πάνω είχαν κεραμίδια τούρκικα.

(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 12/3/1966) (σ. 87)

Τα σπίτια στην Καλόλιμνο τα χτίζαμε με 4 κάμαρες, με 5 κάμαρες, από δυο κάτω, κι απάνω άλλες δυο, κάτω κάναμε κατώγια. Είχαμε και χαμηλά και πατωμένα.

Πέτρες είχαμε από τα βουνά μας, τις ξεφόρτωναν τα καΐκια, άμμο κουβαλούσαμε από τις παραλίες, ξυλεία μας πουλούσαν από τη Νεάπολη του Εύξεινου Πόντου. Αντί για τούβλα, κάναμε από χώμα, τα πετσώναμε. Τα παράθυρα τα είχαμε χωρίς ξώφυλλα και η βροχή χτυπούσε μα δεν έμπαινε. Στους τοίχους βάζαμε πρώτα τα καταξυλιάσματα, μετά βάζαμε τούβλα και ύστερα το πέτσωμα ((πέτσωμα είναι ο σουβάς). Στα ταβάνια στρώναμε τάβλες. Δεν αφίναμε μεγάλες αυλές. Όλοι είχαμε λίγη αυλή και μετά ο δρόμος.

Ναι, παίρναμε παπά και κάναμε αγιασμό, άδεια για το χτίσιμο δε βγάζαμε. Κρεμάγαμε μαντήλια και πουκάμισα στη σκεπή, κάναν το σταυρό, συγγενείς φίλοι. Έρχονταν η βαρκούλα με τη σημαία, βάζαμε κονκάρδα, και ήμουν στη σκεπή κι έλεγα Έφερε η Άννα για το χατήρι του αφέντη και την αγάπη των μαστόρων, εκείνη που φέρνει και κείνη που δεν φέρνει, κάναν πάλι καλά».

Και ψηλά να μην ήσουν και γύριζε η βάρκα την έβλεπες.

Όλα τα σπίτια ήταν ανατολικά και στα δυτικά άφιναν παράθυρα, μόνο στα κληρονομικά δεν είχε από παντού.

Τα σπίτια μας στέκαν στο ίσωμα, στον κάμπο, όσα ήταν κοντά στη  θάλασσα η φουσκοθαλασσιά τα χτυπούσε.


ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ (σ. 89)
(Μπ. Νικηφορίδης- Θεολόγος Αντώνογλου, Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά0, 26/9/60)

Δύο εκκλησίες είχαμε, τον Άϊ Θανάση και τον Άϊ Γιάννη. Λειτουργούσε η μια μόνο, ο Άϊ Θανάσης, η τακτική αυτή ήταν. Την είχαμε κτίσει καινούργια. Το 1913 με 14 και συνεχίζαμε μέχρι το 1920, όλο και κάτι φτιάχναν. Ήταν να φτιάσουν και γυναικωνίτη και προσωρινά βάζαν ξύλα εγρετίδικα (προσωρινά, επιπόλαια) και πολλές φορές πέφταν οι γυναίκες κάτω, Τελικά μισοτελειωμένη την αφήσαμε.

Ήταν πέτρινη, με δίρριχτη στέγη και μεγάλη εκκλησία, χωρούσε και 500 άτομα. Καμπαναριό δεν είχε, στο δέντρο ήταν κρεμαστή η καμπάνα.

Ο Άϊ Γιάννης ήταν η παλιά τακτική μας εκκλησία πιο μικρή, ίσως έπαιρνε 200 άτομα, επειδή δεν χωρούσε το χωριό, γι' αυτό κάναμε την καινούργια. Ήταν και χαμηλή, σκοτεινή εκκλησία. Από πέτρα ήταν κι αυτή κτισμένη κι η καμπάνα κρεμαστή στον τοίχο. Όταν κτίσαμε την καινούργια έπαψε να λειτουργεί τακτικά, αλλά πηγαίναν, τα καντήλια του τ' άναφταν και στη μνήμη του λειτουργούσε.

ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ -Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ (σ. 91)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσακάλογλου (Μεσσήνη), 12/3/66)

Είχαμε στην Καλόλιμνο δυο εκκλησίες τον Άγιο Αθανάσιο και τον Άγιο Γιάννη τον Πρόδρομο λίγο πιο κάτω. Ο Άγιος Αθανάσιος λειτουργούσε τακτικά. Ήταν παλαιά εκκλησία. Το 1900 ήρθε ο Δεσπότης κατεβάσαν τα τοίχια και τα κεραμίδια κι άνοιξαν καινούργια θεμέλια. Γι' αυτή τη δουλειά πέσαν τα καΐκια κι όπου είχε πέτρες φέρναν! Στα βουνά πέτρες κι άλλο τίποτα, μοναχά πέτρα και άμμο είχαμε. Ξυλεία ξεφόρτωνε ολόκληρο καράβι από τον Εύξεινο Πόντο.

Ο παπάς μετά τη λειτουργία πάντα μιλούσε κι έλεγε πως όλοι πρέπει να βάλλουν παράδες για να μεγαλώσει η εκκλησία. Ένας ξακουστός τσιγγούνης, ο Χριστούλιας, είπε μια Κυριακή «Έλα να σου μετρήσω 50 λίρες», κανείς δεν το πίστεψε, ο Χριστούλιας να το κάνει αυτός. Πήγε στο μαγαζί του, είχε μπακάλικο, έβγαζε και ψωμί κι έστελνε το παιδί να φωνάξει τον τάδε, τον τάδε, τον τάδε, μαζεύτηκαν 5-6 άρχοντες και μπροστά στο τραπέζι μέτρησε τις 50 λίρες. Έτσι αναγκάστηκαν και οι άλλοι και δώσαν. Ο Άγιος Αθανάσιος χτίστηκε με το αίμα μας.

Δεν προφτάξαμε να την τελειώσουμε, και το καμπαναριό πρόχειρο είχαμε. Όλο τον καιρό σε πόλεμο βρισκόμασταν.

Λειτουργούσαμε στον Άγιο Γιάννη τον Πρόδρομο μα ήταν πολύ μικρή εκκλησία.

Παιδί μικρό έσωσα ένα παπά, ύστερα πέθανε εκείνος, Και θυμούμαι καρτερούσαμε να κατεβεί ο ηγούμενος του μοναστηριού και κάναμε Δεύτερη Ανάσταση. Ύστερα είχαμε δυο δικούς μας. Ο ηγούμενος κατέβαινε 18 χρόνια πριν, τον είχαμε παπά 5-10 χρόνια όσο δεν είχαμε παπά. Δεν έμεινε πολύ στην ενορία. Πέθανε, κοιμήθηκε. Μπήκε στο καΐκι, πήγαινε στην Πάνορμο, ήταν από κει και βούλιαξε η βάρκα.

Ψαλτάδες είχαμε πολλούς. Όποιος σηκώνονταν πρωί και για κι εσύ άμα ήξερες και ο δάσκαλος έπρεπε να ξέρει, νέοι, γέροι και στην ηλικία μου.

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ-ΕΞΩΚΚΛΗΣΙΑ (σ. 94)
(Μπ. Νικηφορίδης-Κώστας Αποστόλου, Κώστας του Νινή, 23/1/58)

Μοναστήρια είχαμε πολλά. Το νησί ήταν γεμάτο.

Μια ώρα ή τρία τέταρτα με τα πόδια απ' το χωριό ήταν ο Άϊ Δημήτρης και του Χριστού Σωτήρος μαζί, ένα μοναστήρι μέσα στο δάσος με πλατάνια, πεύκα και καραγάτσια. Το μοναστήρι αυτό ήταν πολύ αρχαίο, παλιό Βυζαντινό και μεγάλο. Αφού λέγανε, 300 καντάρια πιπέρι φάγανε ώσπου να το φτιάσουνε Τοίχο δεν είχε ίσιο (εννοεί λευκό, αζωγράφιστο), ήταν όλο ψηφιδωτά. Ακόμη βρισκόταν εκεί και τις βλέπαμε μπάλες σιδερένιες, που το βομβάρδισε ο Πάπας της Ρώμης, έτσι λέγανε.

Ένα τέταρτο μακριά από το χωριό ήταν ο Άγιος Παντελεήμονας. Είχε κι αυτό όπως και τ' άλλο πολλά κτήματα, που τα νοίκιαζαν στους χωριανούς.

Άλλο μοναστήρι, η Παναγία η Κορφηνή ήταν ένα τέταρτο-20 λεπτά από το χωριό. Γιόρταζε στα γενέθλια της Θεοτόκου, στις 8 Σεπτεμβρίου. Αυτό νερά δεν είχε, όπως τα άλλα που είχαν πλούσια νερά.

Ήταν κι άλλη παναγία, δίπλα στο χωριό, καμιά δεκαπενταριά δωμάτια είχε. Είχαμε και τον Προφήτη Ηλία, μισή ώρα και πάνω μακριά. Ήταν ανήφορος, δύσκολο να πας.

Στα νότια του νησιού, 5 λεπτά να κατέβεις στη θάλασσα, κοντά στη Λένα, ήταν ο Άϊ Γιώργης, μοναστήρι γκρεμισμένο. Μόνο τα χαλάσματα ήταν. Κι αυτό ο Πάπας το γκρέμισε.

Άλλα μοναστήρια χαλασμένα ήταν ο Άγιος Κωνσταντίνος, η Αγία Παρασκευή, η Αγία Φανερωμένη, όλα γκρεμισμένα. Τα χάλασε ο Πάπας.

Έξω απ' το χωριό είχαμε κι ένα παρεκκλήσι Αγία Μαρίνα. Πάνω (εννοεί σε αρκετή απόσταση από τη θάλασσα) ήταν παρεκκλήσι και κάτω, κοντά στη θάλασσα αγίασμα.

ΑΪΣ ΓΙΑΝΝΗΣ (σ. 97)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Ο Άϊς Γιάννης ήταν μεταξύ Άϊ Παντελεήμονα και Σωτήρος, ίσαμε 300 μέτρα από τη θάλασσα, χαλασμένο κι αυτό εκκλησάκι ερείπιο. Τα ερείπια πιάναν μια έκταση 10Χ8. Είχε και νερά εκεί.

Στην εποχή μας, μας στέλναν οι γονείς μας καμιά φορά και θυμιάζαμε. Οι γυναίκες κυρίως τα κυνηγούν αυτά.

ΑΪΣ ΓΙΑΝΝΗΣ (σ. 98)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Είχαμε κι άλλον Άϊ Γιάννη, βόρεια του χωριού, πάνω από το ύψωμα του Μαυρονά, σ' απόσταση μιας ώρας περίπου από το χωριό. Ερείπιο ήταν κι αυτό μόνο χαλάσματα σώζονταν.

ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (σ. 99)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Ο Άγιος Κωνσταντίνος ήταν ανάμεσα Αγ. Παντελεήμονα (βλέπε σχετικό δελτίο) και στο χωριό, κι αυτό χαλασμένο μικρό ξωκκλήσι. Εμείς ερείπιο το βρήκαμε όταν γεννηθήκαμε έτσι το βρήκαμε.

ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ (σ. 100)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Η Αγία Παρασκευή ήταν μεταξύ Αγ. Παντελεήμονα και του χωριού, περίπου 20 λεπτά από το χωριό, ένα ξωκκλησάκι 5Χ5. Είχε και εικόνες μέσα, μέχρι που φύγαμε λειτουργούσε στη μνήμη της. Καντήλι ανάβαμε τακτικά, πήγαινε η καλόγρια κι άναβε το καντήλι.

ΑΪΣ ΓΙΩΡΓΗΣ (σ. 101)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Ο Άϊς Γιώργης ήταν ένα εκκλησάκι μεταξύ Λένας (βλέπε σχετικό δελτίο)  και Άϊ Σωτήρος (βλέπε σχετικό δελτίο), κάπου 300 μ. από την παραλία.
Από το χωριό θ' απείχε ή 1 ώρα ή 1 και τέταρτο. Εμείς το βρήκαμε χαλασμένο, φαίνεται όμως ότι παλιά θα ήταν καλό Μοναστήρι και θα κατοικούσαν πολλοί, γιατί είχε εκεί πολλά χαλάσματα, θεμέλια.

Ήταν κι ένα ρεματάκι εκεί και κατέβαινε στην παραλία.


ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ (σ. 102)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Μιαν ώρα ανατολικά από το χωριό ήταν ένα Μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου μαζί και Χριστού Σωτήρος. Διατηρόταν πολύ καλά στην εποχή μας λειτουργούσε.

Η εκκλησία ήταν πέτρινη, αρχαία, Βυζαντινή, και μεγάλη. Είχε και δωμάτια αρκετά ίσαμε 10 και άλλα δωμάτια χαλασμένα, είχε και βρύσες μέσα κι όλο ήταν τοιχογυρισμένο.

Είχε και χωράφια δικά του, στην εποχή μας ήταν της Κοινότητας το Μοναστήρι τούτο και νοίκιαζε τα χωράφια και μ' αυτά πλήρωναν τους δασκάλους. 200-300 μέτρα παράπλευρα είχε και ιδιαίτερο κτίσμα για τα ζώα και την τροφή τους.

Πανηγύριζε του Σωτήρος στις 6 Αυγούστου.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΝΑΓΙΑ (σ. 104)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Η Μεγάλη Παναγία ήταν ένα Μοναστήρι, μισήν ώρα από το χωριό, κ αυτό προς τη Δύση.

Η εκκλησία ήταν μεγάλη, πέτρινη-παλιό χτίσιμο, αρχαία όπως και των άλλων Μοναστηριών. Και δωμάτια είχε πολλά, αποθήκες θαλάμους και νερά μπόλικα και κτήματα μπόλικα, το μισό νησί το είχαν τα Μοναστήρια, από δωρεές κι αφιερώματα κι εμείς νοικιάζαμε τα κτήματα κι με τα λεφτά τούτα μάθαιναν τα παιδιά γράμματα.

Πανηγύριζε τον Δεκαπενταύγουστο.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ-Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ (σ. 105)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσαλάκογλου (Μεσσήνη), 12/3/66)

Τη Μεταμόρφωση τη λέγαν και Μεγάλο Μοναστήρι. Ήταν «μακούφη»» και το νοίκιαζαν, μεγάλο κτήμα και τι δεν είχε μέσα, χωράφια 300 με Χ00? Στρέμματα, τρέφαν πρόβατα, βόδια, βγάζαν ελιές, άχερο, κοκάρι, δούλευε λαδόμυλος, μελίσσια.

Ήταν γραμμένα σε ιδιώτες, πλήρωναν φόρο για να μην τα πάρει η Τουρκιά.

Όποιος το νοίκιαζε ότι εύρισκε τα κρατούσε για λογαριασμό του, αν δεν του χρησίμευαν τα άφηνε και τάβρισκε ο άλλος. Το νοίκι ήταν 45 λίρες χρυσές Τουρκίας το χρόνο.

Το μοναστήρι αυτό ήταν πολύ παλαιά χτίση, βρίσκονταν σε μια πλαγιά και στο βοριά και στο νοτιά και στη ρεματιά και στον κάμπο και στη θάλασσα, σε δυο λεπτά κατέβαινες.

Λέγαν οι παππούδες μας πως περνούσε ο Πάπας, τον καιρό που χάλασε τις εκκλησίες μας, και πήρε τον κουπέ. Βλέπαμε το θόλο, είχε αψήλωμα κι απ' αυτό το καταλαβαίναμε, άμα πήγαινε άνθρωπος απάνω το γνώριζε. Ύστερα ρίξαν το θόλο και το κάναν ίσια σκεπή.

Πριν γεννηθώ εγώ, εδώ και εβδομήντα τόσα χρόνια το μοναστήρι το νοίκιαζε ο παπάς ύστερα το νοίκιαζε το χωριό, αυτός που το νοίκιαζε ήταν υποχρεωμένος να ανάβει το καντήλι και να λειτουργεί μια φορά το μήνα.

Στέκαν τα τοιχιά του ιερού χτισμένα.

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΚΟΡΦΗΝΗ (σ. 107)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Η Παναγία η Κορφηνή ήταν ένα Μοναστήρι προς τα δυτικά του χωριού για να πάς ήθελες παραπάνω από μιαν ώρα, ήταν ύψωμα. Περνούσες το ύψωμα που ήταν πίσω από το χωριό κι έπιανες τους πρόποδες, κι από κει άλλη μισήν ώρα ως το Μοναστήρι.

Το εκκλησάκι ήταν μικρό, 5Χ6, αλλά αρχαίο. Κι η εικόνα αρχαία-τη φέραμε εδώ την εικόνα Της.  Η γιαγιά μου (του Θ. Αντώνογλου) 100 χρονώ πέθανε κι έλεγε ότι ήταν 200 χρονώ η εικόνα. Είναι και θαυματουργή, χτυπάει κιόλας.

Είχε και 2 δωμάτια μικρά το Μοναστήρι. Η πανήγυρη γινόταν στις 8 Σεπτεμβρίου, όλο το χωριό πήγαινε κι από γειτονικά χωριά έρχονταν με τα καΐκια. Προπάντων οι ναυτικοί την τιμούσαν.

Λέγαν οι γεροντότεροι ότι η Παναγία η Κορφηνή είχε πολλά ασημικά και στα παλιά, οι Τούρκοι δυο φορές το πατήσανε το Μοναστήρι και το κλέψαν και τους βρήκαν ύστερα πνιγμένους στο πέλαγος. Έκανε το θαύμα Της. Μάλιστα στη μια επιδρομή, λέγαν, η καλόγρια ερχόταν νύχτα να ειδοποιήσει στο χωριό και στο δρόμο σα να την έφεγγε κάποιος.

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΚΟΡΦΙΝΗ (σ. 109)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσαλάκογλου (Μεσσήνη), 14/3/66)

Τη λέγαμε, Παναγιά Κορφινή, γιατί βρισκόταν σε ύψωμα, σε κορφή. Πανηγυρίζαμε το Σεπτέμβριο στα γενέθλια της Παναγίας. Μια φορά το χρόνο, στο μήνα δεν πηγαίναμε. Όποιος ήθελε να λειτουργήσει ανάμεσα πάγαινε που έτυχε να κάνει τάμα.

Το καλοκαίρι λειτουργούσαν κάθε βδομάδα, τα κορίτσια που δούλευαν στην Πόλη.

Είχε ένα μικρό εκκλησάκι με πολύ θαυματουργή εικόνα.

Το ύψωμα της Κορφινής απ' όπου ήθελες το γύριζες με τα πόδια.

Έμενε σ' ένα κελάκι ένας καλόγερος και νοιάζονταν, ότι έπρεπε. Πάντα ήταν τακτοποιημένα.

ΑΪ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑΣ (σ. 110)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Περίπου μισήν ώρα δυτικά του χωριού ήταν ο Άι Παντελεήμονας, ένα Μοναστήρι πιο μακριά από του Σωτήρος και κάμαρες είχε λιγότερες κι η εκκλησία του ήταν πιο μικρή, περίπου κατά το 1/10. Είχε και νερά μέσα. Κοινοτικό ήταν κι αυτό. Πότε κτίστηκε δεν είναι γνωστό, μια φορά παλιό ήταν. Πανηγύριζε του Αγίου Παντελεήμονος.

ΠΡΟΦΗΤ' ΗΛΙΑΣ (σ. 111)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Ο Προφήτ' Ηλίας ήταν ένα Μοναστηράκι μικρό, σε ύψωμα επάνω, μιαν ώρα από το χωριό, προς τη δύση.

Οι διαστάσεις της εκκλησίας θα ήταν 10Χ5. Πήγαιναν και λειτουργούσαν στην ονομασία.

Είχε κτήματα αρκετά και κάποτε σκοτώσαν το Μουδούρη οι δικοί μας και για να τον αποζημιώσουν πούλησε η κοινότητα τα κτήματα αυτά.

ΑΓΙΑ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ (σ. 112)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Η Αγία Φανερωμένη ήταν πάνω από το Ζιμπουρέλι (βλέπε σχετικό δελτίο), ένα Μοναστήρι που το βρήκαμε εντελώς χαλασμένο, ερείπια υπήρχαν μόνο.

Λέγαν οι παππούδες μας ότι έφυγε η εικόνα από μας και πήγε στη Μηχανιώνα 2 φορές, λέγαν, τη φέραν πίσω και 2 φορές έφυγε. Τώρα ποιος ξέρει πως γινόταν αυτό, στα παλιά χρόνια.

Μάλιστα οι Μηχανιώτες εκεί που τη βρήκαν, στο βουνό, κτίσαν εκκλησία. Την έχουν ακόμα τώρα εδώ την εικόνα.

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ (σ. 113)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσαλάκογλου (Μεσσήνη), 14/3/66)

Είχαμε ένα μοναστηράκι την Αγία Φανερωμένη, στέκει ακόμη το ταμπάνι. Κατοικούσαν καλογέροι και φύγαν. Δεν ξέραν να μας πουν τίποτα παραπάνου, αγράμματοι ήταν οι παππούδες μας. Κανένα πάτερο δε σώζουνταν στη θέση του.

ΑΓΙΑΣΜΑ- Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (σ. 114)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσαλάκογλου (Μεσσήνη), 14/3/66)

Ανάμεσα στο χωριουδάκι Λένα και στο Μεγάλο Μοναστήρι ήταν ο Άγιος Γεώργιος χαλασμένη εκκλησία, μόνο το όνομα ακούγονταν κι έβγαινε και αγίασμα. Μας έπεφτε πολύ μακρυά δεν πηγαίναμε. Μόνο εκείνοι που δούλευαν στο μερά παίρναν και πίναν γιατί άλλο νερό δεν είχε. Ποτέ δεν θυμούμαι να πήραν παπά και να λειτούργησαν.

ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ (σ. 115)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Η Αγία Μαρίνα ήταν ένα Αγίασμα, 5 λεπτά έξω από το χωριό, παραθαλάσσιο. Σκέτο Αγίασμα ήταν, εκκλησάκι δεν είχε. Όποιον τον έπιανε ο παροξυσμός, ο πυρετός, πήγαινε κι έπαιρνε Αγιασμό, κι έδενε ένα κουρελάκι εκεί, έβλεπες χρώματα-χρώματα κουρελάκια.

ΑΓΙΑΣΜΑ-Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ (σ. 116)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσαλάκογλου (Μεσσήνη), 14/3/66)

Στη θάλασσα κοντά έβγαινε ένα νερό, το είχαν για αγίασμα, είχαν και την εικόνα της Αγίας Μαρίνας, όποιος ήθελε άναβε κερί. Νύβονταν και στο αγίασμα. Άμα έπιανε κανέναν ελονοσία έκοβε ένα κουρέλι από πάνω του και τόδενε στα βάτα, πλενόταν και στο νερό και πίστευε πως μ' αυτό γίνονταν καλά.

ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ (σ. 117)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Νεκροταφείο είχαμε ένα, πηγαίνοντας για την Παναγία, που ήταν έξω απ' το χωριό. Ελεύθερο, σε χωράφι μέσα ήταν-σκάφταν βάζαν τους νεκρούς. Δεν ήταν περιμαντρωμένο αλλά ζώα δεν βάζαμε εκεί. Οι σταυροί ήταν ξύλινοι, φτωχινά πράματα, μαρμάρινο σταυρό δεν είδαμε καμιά φορά.

(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσαλάκογλου (Μεσσήνη), 14/3/66) (σ. 118)

Το νεκροταφείο βρίσκονταν πάνω στο δρόμο της Παναγιά;, εκεί βγάζαν χορτάρα και για τα ζα.

Τα μνήματά μας δεν ήταν καλά, μπήχναν πάνω από το χώμα ένα σταυρό από βάτα, εκείνο ήταν. Όχι καντήλια, όχι, όχι.

Μόνο οι Τούρκοι στα Μουδανιά άναβαν ακοίμητο καντήλι, φύτρωναν και κυπαρίσσια. Βγαίναμε, δουλεύαμε και τα βλέπαμε.
Σαν πέθαινε κανείς είχαμε ένα ύψωμα και είχε μάρμαρα, στου Χ''Ιορδάνη φέραν ένα μαρμάρινο σταυρό, που ήταν καλός νοικοκύρης.

ΣΧΟΛΕΙΟ (σ. 119)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Σχολείο είχαμε ένα, κοντά στον Άϊ Θανάση, με 2 πατώματα, για τ' αγόρια και για τα κορίτσια: 2 αίθουσες είχε, μια πάνω και μια κάτω. Οι τάξεις ήταν μοιρασμένες σ' αυτές.

Ήταν ένας δάσκαλο και δύο δασκάλες, πλήρωνε η κοινότητα άμα ερχόταν ένας δάσκαλος κι αν δεν μας άρεσε: «Άντε ρε, τράβα» του λέγαμε.
Ξύλινο ήταν το σχολείο. Πότε κτίστηκε δεν ξέρουμε, εμείς το φτάσαμε κτισμένο.

(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσαλάκογλου (Μεσσήνη), 14/3/66) (σ. 120)

Κοντά στην εκκλησία μας τον Άϊ Θανάση έστεκε το σχολείο του τόπου. Είχε πάνω και κάτω, ήτα από τα παλιά χρόνια. Λέγαν πως πέρασε το βασιλόπουλο από την Πόλη για να πάει στην Κίο, τα παιδιά του σχολείου τα παιδιά του σχολείου τα πήγαν στους μύλους, από εκεί κοντά θα περνούσε για να τον χαιρετίσουν. Αυτό συγκινήθηκε και τους χάρισε 60 χρυσές λίρες για το σχολείο τους. Από τότε βάλαν τα θεμέλια. Τα χρήματα τα κρατούσε ο Δεσπότης, να δεν ήταν μόνο αυτά, άφιναν και δωρεές όσοι πέθαιναν.

Σιγά σιγά το σχολείο τόφτιασαν πολύ ωραίο, το διόρθωναν ολοένα. Ήταν από κείνα τα χρόνια. Πήγαιναν μαζί κορίτσια και παιδιά. Άμα ρίξαν άλλο πάτωμα πήγαιναν απάνω τα αγόρια και κάτω τα κορίτσια. Κάναν α αποχωρητήριο.

Εγώ δεν έβγαλα ούτε την Τρίτη τάξη. Τα παιδιά τα άλλα φτάναν την Πέμπτη τάξη.

Δασκάλους και δασκάλες παίρναμε από την Πόλη, όποιον αρέζαμε. Έκανε δυο τρία χρόνια. Εύκολα δεν έφευγε.

Είχαμε σόμπα και καίγαμε ξύλα, σ' αυτά φρόντιζε πάντα η κοινότητα, πολλές φορές έπαιρναν κάρβουνα.

Είχαμε δυο δασκάλες για τα κορίτσια γιατί μαζεύουνταν και τα μικρά, κι ένα δάσκαλο για τα αγόρια. Τα τελευταία χρόνια παίρναμε μια δασκάλα για τ αγόρια και άλλη μια για τα κορίτσια. Οι δάσκαλοι πληρώνουνταν από το κοινοτικό ταμείο, και ότι ανάγκη παρουσιάζουνταν από ζημιές και χαλάσματα. Εισοδήματα είχαμε από τα μοναστήρια μας.

ΧΑΝΙΑ (σ. 122)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσαλάκογλου (Μεσσήνη), 14/3/66)

Χάνια δεν δούλευαν στον τόπο μας, οι ξένοι ήταν υποχρεωμένοι να κοιμηθούν μέσα στο καΐκι τους για να τύχουν έννοια. Αν μας έρχονταν κανείς από Τρίγλια ή Μουδανιά τον παίρναμε στο σπίτι μας και τον περιποιούμασταν όπως έπρεπε.

ΚΑΦΕΝΕΙΑ (σ. 123)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσαλάκογλου (Μεσσήνη), 14/3/66)

Είχαμε πολλά καφενεία. Σερβίριζαν ούζο. Πίναν πολύ ούζο, κρασί όχι τόσο.

Πάνω στη θάλασσα είχαμε δύο, δίπλα περνούσες δέκα βήματα  κι έπλυνες τα πόδια σου. Στην παραλία μπακάλικα είχαμε, αποθήκες όμως όχι.

ΛΟΥΤΡΑ (σ. 124)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσαλάκογλου (Μεσσήνη), 14/3/66)

Τον πιο πολύ καιρό βουτούσαμε στη θάλασσα, λουτρό δεν είχαμε. Λιγοστές φορές λουζόμασταν στα σπίτια μας, το χειμώνα, άμα ήταν να κοινωνήσουμε ή να παντρευτούμε.

ΜΥΛΟΙ (σ. 125)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

3 ανεμόμυλους είχαμε έξω από το χωριό, καμιά δεκαριά λεπτά, στο Μαυρονά (βλέπε σχετικό δελτίο στα «Βουνά». Εκεί αλέθαμε τελευταία, πριν κανα-δυο χρόνια να φύγουμε φέραν μηχανή. Φυσούσε η θάλασσα από κάτω και γυρίζαν, να περιμένης πότε θα πάρη ο βοριάς-κι ήθελε δυνατό άνεμο για να γυρίσουν. Και μια φορά πήγε μια ν' αλέση και βγήκε έξω να δει και την πήρε το νερό. Της βγάλαμε και τραγούδι:

Πάει ο μύλος, πάει τ' αξόνι
Κι η Μαριέττα δε γλυτώνει.


Πολλές φορές δεν φυσούσε και πολεμούσαμε ν' αλέσουμε με το χερομύλι ή φορτώναμε στα καΐκια κι αλέθαμε απέναντι στα Μουδανιά.

Κεφ. Θ΄ ΚΟΝΤΙΝΟΙ ΚΑΙ ΜΑΚΡΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΩΡΙΑ

ΤΟ ΖΟΥΜΠΟΥΡΕΛΙ (σ. 126)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσαλάκογλου (Μεσσήνη), 14/3/66)

Το Ζουμπουρέλι ήταν πάρα πολύ μικρό χωριό, είχε 5-6 σπίτια χριστιανικά καμιά σαρανταριά άτομα. Ότι χρειάζονταν πήγαιναν στην Καλόλιμνο και το βρίσκαν.

Η ΛΕΝΑ (σ. 127)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσαλάκογλου (Μεσσήνη), 14/3/66)

Η Λένα ήταν ένα μικρό χωριό ως 25 οικογένειες, 250 άτομα. Τα χωράφια τους τα είχαν στο νοτιά, ανατολή στέκαν αλλά όπως έπεφτε το χωριό.
Ψώνιζαν από τα μπακάλικα του χωριού και όλες τους τις ανάγκες εκεί τις ξεπερνούσαν, εκκλησία, σχολείο, Μουδούρη και Μουχτάρη.

Κεφ. Ι' ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ (σ. 128)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Εμάς το κυρίως εισόδημά μας ήταν τα κρομμύδια, χιλιάδες οκάδες, η παραγωγή αυτή ήταν. Σταφύλια, σιτάρι, κλπ είχαμε λιγοστά, για δική μας χρήση. Κουκούλια κάναμε, μπόλικά, τα πουλούσαμε.

Ψάρια βγάζαμε αρκετά και αστακούς, στρείδια, χτένια, βγάζαμε μπαρμπούνια ωραία, φαγκριά, συναγρίδες, αλλά κι αυτά για επιτόπια κατανάλωση εμάς ήταν φτωχό το μέρος, τι ήθελε να φάει ο κόσμος! Ούτε παστώναμε ούτε εξαγωγή κάναμε. Τα καΐκια που ήταν περαστικά για τα Μουδανιά ή την Πόλη, παίρναν καμιά φορά 'όταν πετύχαιναν καλή ψαριά.

Τα κρομμύδια τα πηγαίναμε στην Πόλη, και 3.500.000 οκάδες κρομμύδι κάναμε κάποτε, όταν έβρεχε- τα δικά μας καΐκια ήταν λίγα, δεν φτάναν για τη μεταφορά, έρχονταν κι απ' άλλα θαλασσινά χωριά-και με την ευκαιρία αυτή πήγαιναν και οι νυκοκυραίοι μαζί, ψώνιζαν για το σπίτι τους.

Κυρίως όμως από τα Μο9υδανιά τροφοδοτούσαμε το χωριό, πηγαινοερχόμασταν με τους πιγιαντέδες-μικρά καΐκια όπως τα ψαράδικα.

Πόλη έπρεπε να πας με 20-30 τόννων καΐκια κι έπρεπε να φυσήξη νοτιάς, και θα πήγαινες αν ήθελες κανένα ύφασμα για τα παιδιά σου, υπήρχαν βέβαια και στα Μουδανιά υφάσματα, αλλ' η Πόλη ήταν πιο φτηνή. Και πάλι στην Πόλη πήγαινε κάπως ο κόσμος αφότου βγήκαν τα μεγάλα καΐκια με τις μηχανές. Το 1921 με 22. Ειδάλλως έπρεπε να είναι ευκαιρία για να πας ή είσαι εμπορευόμενος, όπως οι μπακάληδες, που πήγαιναν για κουμπάνιες στην Πόλη, πήγαιναν όμως και στα Μουδανιά για προμήθειες.

Εξάλλου, όταν δεν φυσούσε άνεμος να γυρίσουν οι μύλοι μας, φυτρώναμε τα σιτάρια στα καΐκια και πηγαίναμε ν' αλέσουμε στα Μουδανιά, ήταν κοντά. Εκεί ήταν κι ένας μεγαλέμπορος, Φωτάκης Βοντίκης, που εδάνειζε στον κόσμο λεφτά, κι έτσι ήταν δεμένος ο απλός ο χωρικός ήξερε αυτός ότι στην εποχή του θα φτάση το μαξούλι στα χέρια του. Κι αν ήταν 70 οκάδες το σακκί που του πήγαινε ο χωρικός, αυτός ζύγιζε και φώναζε: 63 κι 100. Άκουγε ο άλλος ότι ο Φωτάκης ζυγίζει και τα 100 δράμια κι έλεγε: Σωστά τα λογαριάζει, ορκιζόταν στην τιμιότητά του.

Ύστερα λογαριάζονταν, τους κερνούσε και κανένα εικοσιπεντάρι ούζο κι αν είχαν να λαβαίνουν και 5-10 λίρες φεύγαν σπίτι τους κατευχαριστημένοι.
-   Γυναίκα, λογαριάστηκα με τον Βοντίκη, πήραμε και 10 λίρες
-   Ε, πάλι καλά, έλεγε εκείνη
.

Γιατρό δεν είχαμε, άλλωστε εκεί κολάϊ-κολαΊ (δύσκολα) δεν αρρωσταίναμε. Κι αν τον έπιανε κανέναν ο πόνος, ο σκωληκοειδίτης: Πονώ-πονώ, φώναζε, πέθαινε. Ή τον περνούσαμε με το καΐκι απέναντι, στα Μουδανιά. Αν αποφάσιζε κανείς να κάνη εγχείριση, πήγαινε στην Πόλη, που ήταν καλά τα νοσοκομεία.

Ζώα προμηθευόμασταν από το Μιχαλίτσι και τα χωριά της Προύσας.

(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσαλάκογλου (Μεσσήνη), 20/3/66) (σ. 132)

Είχαμε μπακάλικα πολλά σκόρπια μέσα στο χωριό, ένα ήταν του Χατζή Ιορδάνη. Όσο στάρι έκανε το μοίραζε στην εργατιά, είχε βόδια, χωράφια. Πέντε άτομα ζούσαν στην πόρτα του. Το χειμώνα φώναζε, τούλεγαν παραμύθια και τους έδινε στάρι. Και ξένος κόσμος ένα δυο καΐκια τη βδομάδα, που τάπιανε ο καιρός και το χειμώνα σαν τάπιανε η θάλασσα από τα Δαρδανέλλια, από την Κίο, και δεν εύρισκαν λιμάνι, σε μας άραζαν, και κει στου ΧατζηΙορδάνη τους φιλοξενούσαν.

Ήταν μέρες που κοντά κοντά ήταν τα καΐκια στο λιμάνι μας.

Δεν έμενε βδομάδα που να μη πάνε οι μπακάληδές μας  στα Μουδανιά με τα καΐκια για να ψωνίσουν τροφήματα. Πήγαιναν στην Τρίγλια και στην Πόλη που τάβρισκαν πιο φτηνά, Αγόραζαν καφέδες, ζάχαρες, ρύζια, πετρέλαιο, λάδι, για όσους δεν κάναν, βούτυρα.

Ψουνίζαμε ακόμη γιαούρτια από τη Σιληβρία, από τους Εβραίους, από τα Μουδανιά, τη Βάρνα, το Πατίχι ψουνίζαμε στάρια. Πάντα το στάρι δεν μας έσωνε.

Το νησί μας ήταν πολύ εύφορο, ακόμη και τα βουνά καλλιεργούνταν.. Βγάζαμε στάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, κρεμύδια, κουκούλια, πιάναμε, ελιές είχαμε. Απ' αυτά όλα , μας περίσευαν κρεμύδια που βγάζαμε στην Πόλη και κουκούλια που στέλναμε στην Προύσα. Όλα τα άλλα τα κρατούσαμε για τα σπίτια μας.

Οι περισσότεροι είμασταν αγρότες. Τρέφαμε 25 ζευγάρια βόδια για τις δουλειές: αλόγατα που κουβαλούσαν τα εισοδήματα στα σπίτια και στα αλώνια, αλώνιζαν κιόλα. Τρέφαμε ακόμη και 2.000 αίγες και πρόβατα ο καθένας 1, 2, 10 και 50 και τα βρίσκαμε έξω από το χωριό. Πληρώναμε τσομπάνηδες και τα σαλαγούσαν στα βουνά, και το καλοκαίρι όπου ήθελε. Τον τσομπάνη τον πλήρωνες στο εισόδημα στο χρόνο, με στάρι, με ελιές.

Τα μεγάλα ζωντανά: βόδια, άλογα βόσκαν στα ελεύθερα χωράφια, και τύχαινε και κατάπιναν τίποτα  και τους κάθονταν στο λαιμό, τότες φωνάζαμε τον αλμπάνη και τα γιάτρευε, τους γιάτρευε και τους γιουράδες (πλημί, γιαράς). Ο αλμπάνης για τις γιατριές δεν πληρώνονταν μοναχά σαν καλίγωνε τα άλογα έπαιρνε παράδες, γιατί του χρειάζουνταν πέταλα και καρφιά. Με τη θάλασσα ολοχρονής μοναχά πέντε οικογένειες ζούσαν, σε κάθε καΐκι πέντε ναύτες και ένας καπετάνιος. Είχαμε δέκα μοτόρια πρώτα δούλευαν με πανιά, ύστερα βάλαν μηχανή, δέκα καΐκια. Ζούσαν, περνούσαν ένα ποτάμι σαν τον Πάμισο και πήγαιναν στον Κασαμισά, αγόραζαν βόδια, άλογα, βρίσκονταν απάνω στο νοτιά κοντά στο Μιχαλίτσι. Δεν πήγα ποτέ, ακουστά το έχω.

Είχαμε πήγαινε έλα, και με τη Μυτιλήνη και τα τελευταία χρόνια άραζαν στο λιμάνι μας καΐκια.

Ψαρέβαμε με δίχτυα και με παραγάδια. Για συγκοινωνία μοναχά καΐκια δουλεύανε. Ρίχναν το Μάρτη δίχτυα, κλωστή, 10 βάρκες, και πιάναν 3-4 αστακούς, τους πήγαιναν στην Πόλη. Τους αστακούς τους έτρωγε η Πόλη. Ψάρεβαν ακόμη τσελέρια (δελφίνια), καλκάνια, χοντρά ψάρια με μικρή ουρίτσα, Αυτά πουλιούνταν πολύ ακριβά 7 γρόσια την οκά. Πιάναν κολιούς, σκουμπριά, παλαμίδες. Μας έρχονταν τότε το μεροδούλι πέντε γρόσια. Ποτέ δεν πηγαίναμε αλλού να δουλέψουμε απόξω έρχουνταν, εμείς δεν πηγαίναμε. Τελευταία από τα Μουδανιά πηγαίναμε στη Φανερωμένη της Κυζίκου, εγώ δεν πρόκανα πέθανε η μάνα μου.

Τα χωράφια μας τα δουλεύαμε μονάχοι, στο θέρο και στο αλώνι, παίρναμε και εργάτες με μεροδούλι. Εμείς μοναχά μέσα στο χωριό δουλεύαμε, δεν πηγαίναμε όξω πουθενά.

Τα μπακάλικά μας ήταν τόνα εδώ τ' άλλο είκοσι μέτρα πέρα, εκείνα που αγόραζαν αλεύρια και μετά πουλούσαν βρίσκονταν στην παραλία.
Μικρό ήταν το νησάκι μας, μα θαυματουργό. Έρχονταν μια φορά το χρόνο στο νησί μας γυρολόγοι Χριστιανοί και μας πουλούσαν ρούχα, παπούτσια και τέτοια.

Συνοικέσια γίνονταν μοναχά μέσα στο χωριό. Την αγάπησες, την πήρες. Αν είχε ο γονιός σούδινε, δεν είχε δεν σούδινε.

Τα πλεούμενά μας πήγαιναν ως τη Μαύρη θάλασσα. Έξη μήνες δούλευαν οι Καλολιμνιώτες και τους άλλους έξη βάζαν κρασιά, πίναν και γλεντούσαν. Μας κοίταζαν και λέγαν: «Δεν πήγαμε σε χωριό να κάθουνται, και να ζούνε με την πετονιά»/ Από τέσσερης μήνες μέχρι οχτώ ψάρεβαν ύστερα κάθουνται. Δεν είχαμε εργοστάσια όπως εδώ, γύρω γύρω μας έβρεχε η θάλασσα.

Έρχονταν μια φορά το χρόνο γυρολόγοι Χριστιανοί για να μας πουλήσουν ρούχα.

Στο χωριό μας έμενε ένας Ρώσσος, κι άλλος ένας μα δεν τον θυμούμαι. Αυτοί κάναν δουλειές για τα βαρέλια, κι έρχονταν καράβι τα φόρτωναν και φεύγαν. Αυτό γινόταν το 1903.

Ούτε γιατρό είχαμε, ούτε κανένα χρειαζούμασταν, ούτε πεθαίναμε. Στα πέντε χρόνια να πεθάνει ένας νέος από ελονοσία. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε από που έρχονταν αυτό το κακό, μπορεί από τα καΐκια που ταξίδευαν στον Πάμισο, να πίναν νερό και να πάθαιναν;

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Κεφάλαιο Α' Η ζωή του ανθρώπου
Κεφάλαιο Β' Θρησκευτική Ζωή και λαϊκή λατρεία
Κεφάλαιο Γ' Σχολεία
Κεφάλαιο Δ' Λαϊκή Επιστήμη
Κεφάλαιο Ε' Λαϊκή Τέχνη
Κεφάλαιο ΣΤ' Οικονομία
Κεφάλαιο Ζ' Αυτοδιοίκηση
Κεφάλαιο Η' Λαϊκό Δίκαιο
Κεφάλαιο Θ' Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων
Κεφάλαιο Ι' Φυλές


Κεφ. ΣΤ' ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (σ. 138)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Τα προϊόντα μας ήταν μετάξι, στάρι, σταφύλια. Καθένας είχε και τα δικά του ζώα, πρόβατα και ζευγάρια.

Τα κουκούλια πήγαιναν στα Μουδανιά και στην Προύσα, τα κρομμύδια πήγαιναν στην Πόλη. Σιτάρι έκαμε καθένας το δικό του. Τα σταφύλια πάλι πήγαιναν στην Πόλη. Πολύ ψάρι.

Οι χωριανοί μου ήταν γεωργοί, ψαράδες, καϊκτσήδες, μπακάληδες, καφετζήδες, ραφτάδες, παπουτσήδες. Ένας ήταν σιδεράς για τ' αλέτρια.

Ότι δεν έβγαινε στο χωριό μας το φέρναμε από την Πόλη. Φέρναμε κι από τα Μουδανιά, αλλά πιο πολύ απ' την Πόλη.

Στα Μουδανιά πηγαίναμε άμα είχαμε ανάγκη από γιατρό. Στο χωριό γιατρό δεν είχε. Όταν αρρώσταινε κανένας, που να τον πάμε; Τον πηγαίναμε στα Μουδανιά που ήταν κοντά.

Στα Μουδανιά πηγαίναμε προπάντων για ανταλλαγή των προϊόντων. Ήταν κι ένας μεγάλος έμπορας εκεί, ο Μποντίκας, που δάνειζε έφτά στους χωριανούς. Ήξερε αυτό, άμα θάρτη ο καιρός, το μαξούλι (το προïόν, τα γεννήματα) θα πήγαινε σ΄αυτόν.

Κεφ. Ζ' ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ
ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ (σ. 140)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Είχαμε το Μουχτάρη, τον τσορμπατζή που λέγαμε κι αυτός είχε συμβούλους, μαζί αποτελούσαν τη Δημογεροντία, κι άμα γινόταν κανένα ζήτημα κάθονταν στο καφενείο και συνεδρίαζαν, συναπατοί του τα συμβιβάζαν.

Αν ήταν μεγάλος καυγάς πήγαιναν οι αντίθετοι να δικαστούν στα Μουδανιά. Και πάλι μέχρι να πάνε, ο ένας στην πλώρη κι ο άλλος στη πρύμνη του καϊκιού, τα συμβιβάζαν.

Υπήρχε και επιτροπή που επέβλεπε την εκκλησία μαζί και το σχολείο.

(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσαλάκογλου (Μεσσήνη), 10/3/66) (σ. 141)

Βγάζαμε Χριστιανό Πρόεδρο, άλλαζε όπως εδώ με εκλογές. Τρεις τέσσερις ήταν οι άρχοντες, οι άλλοι δεν ξέραν, με τη σειρά, κουμαντάριζαν. Είχαμε Εκκλησιαστική Επιτροπή η ίδια ήταν και Σχολική.

Από τους φόρους που πλήρωναν όσοι νοίκιαζαν τα μακούφια των μοναστηριών, της Μεταμόρφωσης, του Αγίου Παντελεήμονα, της Κοίμησης συντηρούσαμε την εκκλησία, τα σχολεία, αγοράζαμε ξύλα, κάρβουνα, λάδια, κεριά, πληρώναμε τους παπάδες και τους δάσκαλους.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
1.   Τοπική Ιστορία
2.   Απηχήσεις ιστορικών γεγονότων

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ (σ. 142)
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσαλάκογλου (Μεσσήνη), 18/3/66)

1897
Έσωσα τον πόλεμο του 97 που πολεμούσαν Έλληνες και Τούρκοι ως τη Θεσσαλία φτάξαν οι Τούρκοι
1908
Έσωσα το 1908 το Σύνταγμα
1821
Λέγαν οι παππούδες για την Επανάσταση του 1821 το γράφαν και τα βιβλία. Γίνηκε ένας αιώνας.
1912
Το 1912 τα Βαλκάνια, το 1914 Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί, η καταστροφή των Χριστιανών μαζέψαν τη λίρα, 45 λίρες μπεντέλι. Άλλοι φεύγαν και πέθαιναν στο δρόμο. Αυτά τα κάναν ο Εμβέρ Πασάς και ο Ταλάτ.
Έξοδος
Στην Καταστροφή του 1922 προαισθάνθηκαν τα ζώα και μούγκριζαν.

1915
(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσαλάκογλου (Μεσσήνη), 12/3/66) (σ. 144)

Το χωριό μας άδειασε το 1915 το πήγαν στην Προύσα. Μετά το 1917-18 που έγινε η Ειρήνη όποιος ζούσε πήγε πίσω.

Τα σπίτια ήταν χαλασμένα.βγαλμένα πόρτες παράθυρα.

Εμένα με είχαν πάρει στρατιώτη τρία ολόκληρα χρόνια, αρρώστησα από τύφο κι έχασα το μάτι μου.

Σιγά-σιγά το 1920, 21 καλλιεργήσαμε τα χωράφια μας και βγάλαμε στάρια και κρεμύδια. Το 1922 αφήσαμε στολισμένο τη νησί κρεμύδια, στάρι.

Πολλοί που δεν θέλαν να πάνε στον τούρκικο στρατό βγαίναν στα βουνά.

ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (σ. 146)
(Μπ. Νικηφορίδης-Θεολόγος Αντώνογλου Αντώνιος Θεοδώρου (Ν. Μουδανιά), 26/9/60)

Σήμερα στα Νέα Μουδανιά κατοικούν 50 οικογένειες από την Καλόλιμνο, στην Ποτίδαια 10, στα Μπεσίκια (Μικρή Βόλβη) άλλες 50 και άλλοι έχουν σκορπίσει: στην Καβάλα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Φλώρινα.

Στα Νέα Μουδανιά η μητέρα του Γιάννη Καπουτά ξέρει τραγούδια από την πατρίδα  της.

(Κυριτσοπούλου Ζ.-Αποστ. Τσαλάκογλου (Μεσσήνη), 12/3/66) (σ. 147)

Οι Καλολιμνιώτες βρίσκονται στη Χαλκιδική, στα Νέα Μουδανιά, και είναι ανακατεμένοι. Έχει και στον Πειραιά μα είναι νέοι. Εδώ στο συνοικισμό στη Μεσσήνη δεν είναι άλλος από μένα. Δεν ξέρω γιατί δεν άκουσα.