"Στο φόρουμ μας, αναρτούμε ενημερωτικά θέματα, σχετικά με την ιστορία των Τριγλιανών προγόνων μας, για την ενημέρωση σας,
αφήνοντας ταυτόχρονα μία παρακαταθήκη πληροφοριών, για τις επόμενες γενιές."

ΚΜΣ- ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΜΟΥΔΑΝΙΑ ΒΙΘΥΝΙΑΣ-ΜΕΡΟΣ Α'

Ξεκίνησε από Μάκης Αποστολάτος, 10 Ιουλίου 2021, 10:44:13 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

0 Μέλη και 1 Επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Μάκης Αποστολάτος

Μάκης Αποστολάτος

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Συνεχίζεται η παρουσίαση της Προφορικής Παράδοσης από το αρχείο του ΚΜΣ, με τον ελληνόφωνο οικισμό ΜΟΥΔΑΝΙΩΝ (Mudanya),που είναι ανατολικά και σχετικά σε κοντινή απόσταση από την Τρίγλια (11 χλμ περίπου). Το υλικό συλλέχθηκε από τρεις συνεργάτες του ΚΜΣ, 1) τον Μπάμπη Νικηφορίδη και την Αργίνη Ζάγορα το 1960 και την Ιωάννα Λουκοπούλου το 1968. Ο Μπάμπης Νικηφορίδης μίλησε με τον πληροφορητή Δημ. Γαϊτάνο, με τον οποίο μίλησε και η Αργίνη Ζάγορα και στις περισσότερες περιγραφές ο πληροφορητής αναφέρει τα ίδια περίπου στοιχεία και στους δύο συνεργάτες. Για την πιστότητα της μεταφοράς των δελτίων από το πρωτότυπο αρχείο, μεταφέρθηκαν στο κείμενο που ακολουθεί όλα τα δελτία. Η Ιωάνννα Λουκοπούλου μίλησε με Κώστα Ξανθόπουλο, που γεννήθηκε στα Μουδανιά το 18797, και την Μαρίκα Βλαχοπούλου (1900) και τον αδελφό της Κώστας Μοσχογιαννίδη (1890).

Οι πληροφορίες τους για τα Μουδανιά είναι ενδιαφέρουσες γιατί αφενός αποτελούσαν τον δήμο στον οποίο ανήκαν διοικητικά η Τρίγλια και τα γύρω χωριά, αφετέρου υπήρχε αρκετός τουρκικός πληθυσμός πριν το 1922, αλλά σε ξεχωριστούς μαχαλάδες.

Τμήμα χάρτη Ι. Κοκκινίδη σε μεγέθυνση

ΜΟΥΔΑΝΙΑ-ΜΕΡΟΣ Α'

ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ

Η συλλογή έγινε από τους συνεργάτες του ΚΜΣ Μπάμπη Νικηφορίδη και Αργίνη Ζάγορα το 1960 και Ιωάννα Λουκοπούλου το 1968 στην Αθήνα.
Το υλικό προέρχεται από 4 πληροφορητές.

Ο Νικόλαος Γαϊτάνος (Αθήνα-Πατήσια, από το  συνεργάτη Μπάμπη Νικηφορίδη, 20/6/1960) γεννήθηκε στα Μουδανιά το 1899.

Οι γονείς του παππού του (από πατέρα) ήρθαν στη Μ. Ασία από τις Κυκλάδες. Ο πατέρας του πατέρα του, Δημ. Γαϊτάνος. Ήταν μέλος της κοινοτικής επιτροπής. Ο πατέρας του πληροφορητή ήταν έμπορος και βιομήχανος μεταξιού. Επίσης προ του 1914 είχε και δυο καράβια.

Ο πληροφορητής εφοίτησε στο Δημοτικό σχολείο των Μουδανιών, κι όταν τελείωσε και την 6η τάξη, πήγε στην Πόλη και ενεγράφη στη Ροβέρτιο.
Στα 1915 οι γονείς του φύγαν από τα Μουδανιά και μέσω Ρουμανίας ήρθαν στην Ελλάδα. Ο ίδιος το 1916 ήρθε, στην Ελλάδα, μέσω Θράκης και από το 1916 έως το 1919 εφοίτησε σε γαλλικό σχολείο εδώ.

Το 1919 επανήλθαν οικογενειακώς στην Πόλη. Πήγαν και στα Μουδανιά, που είχαν πάθει με τον πόλεμο καταστροφές, αλλά το σπίτι τους υπήρχε, και μέχρι το 1922 πήγαιναν ιδίως για παραθερισμό.

Στα 1922 φύγαν από την Πόλη κι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, κατ' ευθείαν. Στην αρχή, επειδή είχαν φέρει μαζί μερικά εμπορεύματα, ασχολήθηκε με το εμπόριο κι έπειτα πήγε υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρεία και κατόπι στην Η.Ε.Μ. σα λογιστής. Έκτοτε εργάζεται στην ίδια εταιρεία.

Είναι έγγαμος και έχει δύο κόρες. Η σύζυγος του είναι από την Αθήνα.

Ο Νικ. Γαϊτάνος είναι πρόθυμος πληροφορητής κι η συνεργασία μαζί του πολύ ευχάριστη. Αντιλαμβάνεται τη σημασία της δουλειάς μας και προθυμοποιείται να μας βοηθήση όσο μπορεί. Οι προσωπικές του αναμνήσεις από την πατρίδα του είναι μάλλον περιορισμένες, γιατί έχει φύγει μικρός, εκείνα όμως που ξέρει τα ξέρει με πεποίθηση. Για τα βασικά στοιχεία έχει συμπληρώσει αρκετά καλά δελτία, αλλά για τα γενικά θέματα είναι ακατάλληλος.

Ο Κώστας Ξανθόπουλος (Αθήνα, από τη συνεργάτιδα Ιωάννα Λουκοπούλου, 7/3/1968) γεννήθηκε στα Μουδανιά το 1897, από γονείς Μουδανιώτες.

Αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο της πατρίδας του, εφοίτησε τρία χρόνια στην Εμπορική Σχολή της Χάλκης και μετά ένα χρόνο στη Ροβέρτειο Σχολή.

Κατόπιν εργάσθηκε στην επιχείρηση του πατέρα του κι αργότερα, κατά τη διάρκεια του Α' παγκοσμίου Πολέμου, υπηρέτησε ένα διάστημα στον Τουρκικό στρατό. Με την Ανακωχή βρέθηκε στα Μουδανιά.

Όταν έγινε η Ελληνική Κατοχή, κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό. Στην Ελλάδα ήρθε με την Καταστροφή, ακολούθησε την τύχη των ελληνικών στρατευμάτων. Από την Προύσα, μέσω Πανόρμου, πήγε στη Ραιδεστό κι από κει με άλλο βαπόρι στον Πειραιά.

Εδώ που ήρθε εργάσθηκε στο γραφείο του αδελφού του, ο οποίος είχε εγκατασταθεί από το 1915 στην Αθήνα. Έκτοτε εργάζονται μαζί, έχουν αντιπροσωπεία.

Περιορισμένα είναι τα θέματα για τα οποία μπορεί να μιλήσει. Μια γενικότητα χαρακτηρίζει τις πληροφορίες του, δεν υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες. Με δέχτηκε στο γραφείο του κι αυτό με δυσκόλεψε. Συχνά αναγκαζόμαστε να διακόπτομε κι αυτό είχε δυσμενή αντίκτυπο στη συνεργασία μας.

Είναι παντρεμένος και μένει στο Π. Φάληρο. Η γυναίκα του είναι από την Προύσα, κόρη της πληροφορήτριας Πάτρας Βασιλειάδου. Έχει μια κόρη παντρεμένη και είναι παππούς. Τον εγνώρισα στις 7/3/1968.

Η Μαρίκα Βλαχοπούλου (Αθήνα, από τη συνεργάτιδα Ιωάννα Λουκοπούλου, 21/3/1968) γεννήθηκε στα Μουδανιά το 1900 από γονείς ντόπιους.
Είναι εγγράμματη γυναίκα. Αφού τελείωσε την Αστική Σχολή των Μουδανιών, κατόπιν πήγε εσωτερική στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο της Πόλης.
Δεν μπόρεσε να το τελειώσει γιατί το 1915 έφυγαν από τα Μουδανιά και ήρθαν στην Ελλάδα. Συνέλαβαν τότε ορισμένους Έλληνες με την κατηγορία ότι τροφοδοτούν τον ελληνικό στόλο και φοβήθηκαν μήπως κι ο πατέρας της, που ήταν ένας από τους προύχοντας του τόπου, έχει την ίδια τύχη, κι ήρθαν στην Αθήνα. Με την ελληνική κατοχή γύρισαν πίσω στα Μουδανιά. Γύρισαν τα οχτώ παιδιά κι η μητέρα, ο πατέρας της εν τω μεταξύ είχε πεθάνει.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Μαρίκα Βλαχοπούλου υπηρέτησε ως αδελφή στα Μουδανιά. Αρραβωνιάστηκε μ' έναν υπίατρο με τον οποίον και παντρεύτηκε, αργότερα, όταν ήρθαν στην Ελλάδα.

Όταν έγινε η Μικρασιατική Καταστροφή εγκατέλειψαν τα Μουδανιά πήγαν στην Πόλη κι από κει ήρθαν στην Ελλάδα. Τα πρώτα χρόνια έμενε στη Θεσσαλονίκη, ήταν ο άνδρας της διορισμένος εκεί. Κατόπιν εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα.

Τώρα είναι χήρα και μένει μόνη. Δυο κόρες που έχει είναι παντρεμένες έχουν και παιδιά.

Θυμάται αρκετά καλά την πατρίδα της κι είναι πολύ πρόθυμη.

Σαν πληροφορήτρια τη γνώρισα στις 21 Μαρτίου. Ήταν όμως γνωστή μου από προπολεμικά, τότε που δεν ήξερα καν την ύπαρξη των Μουδανιών.

Ο αδελφός της Κώστας Μοσχογιαννίδης (Αθήνα-Παγκράτι, από τη συνεργάτιδα Ιωάννα Λουκοπούλου) γεννήθηκε στα Μουδανιά το 1890. Είναι συνταξιούχος καθηγητής γαλλικών.

Περισσότερες λεπτομέρειες για τη ζωή του δεν μου είπε. Πρόκειται να μας δώσει χειρόγραφο κι εκεί θα υπάρχουν τα στοιχεία που μας χρειάζονται. Τον εγνώρισα στις 21/3/1968.


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΘΕΜΑΤΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΚΕΦΆΛΑΙΟ Α' 1. Όνομα
      2. Δελτίο της Χαρτογραφικής Υπηρ. του ΚΜΣ (Γεωγρ.Τοποθέτηση)
      3. Ένταξη του Οικισμού
      4. Τουρκική Διοίκηση
      5. Εκκλησιαστική Εξάρτηση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ    Β' Κάτοικοι
      Γ' Γλώσσα
      Δ' Δελτία με ποικίλο περιεχόμενο
      Ε' Γεωγραφικά Στοιχεία
      ΣΤ' Λαξευτές Σπηλιές
      Ζ' Τοπωνύμια
      Η' Εσωτερική μορφή του χωριού
      Θ' Κοντινοί και μακρινοί Οικισμοί
      Ι' Σχέσεις και Συναλλαγές του Οικισμού

Κεφάλαιο Α' ΟΝΟΜΑ (σ. 23)
(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 13/6/60)

Μεταξύ μας Μουδανιά προφέραμε τ' όνομα της πόλης μας, έτσι ήταν γνωστό και στους άλλους Έλληνες εκτός από μας. Επίσης στα επίσημα εκκλησιαστικά και κοινοτικά βιβλία έτσι ήταν γραμμένο.

Οι Τούρκοι προφέραν και γράφαν Μουdανιά. Καμιά φορά κι οι Έλληνες, δικοί μας και άλλοι, προφέραν στη ρύμη του λόγου Μουdανιά.

Το όνομα Μουδανιά λένε ότι προήλθε από κάποιους Φράγκους μοναχούς που ήρθαν παλιά κι εγκαταστάθηκαν σε μιαν οροσειρά, η οποία ήταν πέρα από τον κάμπο μας, προς το εσωτερικό. Ονομάστηκαν γι' αυτό, λέγαν οι μορφωμένοι μας, Montaguard, κι από τ' όνομα τούτο πήρε την ονομασία της κι η πόλη μας.

ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ-ΓΛΩΣΣΑ (σ. 24)
(Αργίνη Ζάγορη -Νικόλαος Γαϊτάνος, 20/6/60)

Η ονομασία Μουδανιά προήλθε από τους Φράγκους που πέρασαν κάποτε από εκεί Montaues ... Μουδανιά. Στα Τούρκικα λεγόνταν Μουντανιά.

Τουρκόφωνους Έλληνες δεν είχαμε. Η γλώσσα μας ήταν τα Ελληνικά και έμοιαζαν πολύ με τα ελληνικά που μιλούσαν στην Πόλη. Ούτε ιδιωματισμούς θυμάμαι.. Να... τώρα το συντυχαίνω, να τύχη να συναντήσω. Οι κάτοικοι φαίνεται πως ήταν ντόπιοι. Δε λέγανε «αυτοί είναι νησιώτες»», «απ' την Ελλάδα» κλπ.

Δεν άκουσα ποτέ. Είχαμε πολύ ταχτική επαφή με την Πόλη και μοιάζαμε πολύ μαζί τους.

ΕΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ (σ. 25)

Ο Οικισμός Μουδανιά εντάσσεται στις παρακάτω ενότητες:
Μικρασιατική Επαρχία Βιθυνίας,
Περιφέρεια Προύσας
Τμήμα Μουδανιών

ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ (σ. 26)
(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 20/6/60)

Η πόλη Μουδανιά είχε
Μουδουρλίκι
Καϊμακαμλίκι τα Μουδανιά
Μουτεσαριφλίκι
Βαλελίκι την Προύσα

(Αργίνη Ζάγορη -Νικόλαος Γαϊτάνος, 20/6/60) (σ. 27)
Ήταν Καϊμακαμλίκι τα Μουδανιά. Διοικητικώς υπαγόμεθα στον Βελή Προύσης.

Είχαμε δικαστήρια, μα για ανώτερες υποθέσεις πηγαίναμε στην Προύσα.

Υπήρχε μητρώον, κτηματολόγιο, βγάζανε το νιφούσια και αστυνομικός σταθμός, έφιππος χωροφυλακή. Ακόμη και επισήμους φυλακάς: πέτρινες με αυλή. Καμιά εικοσαριά ζαπτιέδες ή σωβαρήδες. Μερικοί απ' αυτούς τους τελευταίους ήταν Κιρκάσιοι και στις τελετές που γίνονταν στο Διοικητήριο, επί τη αναρρήσει του Σουλτάνου-φωταγωγίες τη νύχτα ή γυμνάσια, παρελάσεις-έκαναν πολύ όμορφα πράγματα. Πηδούσαν στ' άλογα απ' εδώ κι απ' εκεί, γύριζαν κάτω απ' την κοιλιά τους. Πηγαίναμε και παρακολουθούσαμε και απ' τη χαρά μας λέγαμε: «Σουλτάν Ρασίντ» και όταν φεύγαμε τραγουδούσαμε «το κοφτερό σπαθί μου».

(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 20/6/60) (σ. 28)
Τα Μουδανιά ήταν Καϊμακμλίκι και υπαγόταν κατευθείαν στην Προύσα. Ο Βαλής ήταν στην Προύσα.

Λειτουργούσε και δικαστήριο σ' εμάς, στο κονάκι του Καϊμακάμη, αλλά γι' ανώτερο δικαστήριο πηγαίναμε στην Προύσα. Υπήρχε επίσης Μητρώο στα Μουδανιά, βγάζαν δηλαδή τα νουφούσια. Είχαμε και κτηματολόγιο, Υπήρχαν και επίσημες φυλακές και καλές μάλιστα, ένα κτίριο πέτρινο, αρκετά μεγάλο.

Δίπλα στο διοικητήριο ήταν ο αστυνομικός σταθμός, με έφιππο χωροφυλακή εκτός από τους απλούς χωροφύλακες. Θ ήταν καμιά εικοσαριά ζαπτιέδες( χωροφύλακες) και σουβαρήδες (ιππείς). Οι έφιπποι ήταν ως επί το πλείστον Κιρκάσιοι και κάποτε κάναν και ιππευτικές επιδείξεις. Επί τη αναρρήσει του Σουλτάνου, λχ, γινόταν μεγάλη τελετή, στην οποία λάβαιναν μέρος, εκτός από την επίσημη αρχή, και όλα τα παιδιά του σχολείου, που παρατάσσονταν στο Διοικητήριο. Κι από τη μια μεριά τραγουδούσαμε τον ύμνο του Σουλτάν Χαμίτ, και φεύγοντας το «λυγερόν και κοπτερόν σπαθί μου»

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗ
(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 13/6/60) (σ. 30)

Εκκλησιαστικά υπαγόμασταν στη Μητρόπολη Προύσας. Είχαμε και αντιπρόσωπο του Δεσπότη στα Μουδανιά, μα δεν ξέρω τον τίτλο του. Βαφτίσια και γάμοι κανονίζονταν τοπικά, εκεί σ' εμάς, υπήρχε και Μητρώο. Για τα διαζύγια θαρρώ πήγαιναν στη Μητρόπολη.

Ο Δεσπότης ερχόταν τακτικά με την πολυτελή του άμαξα και η διέλευσή του από τους δρόμους της πόλης ήταν πομπώδης. Τον τιμούσαν και του δείχναν σεβασμό κι οι Τούρκοι. Μέχρι το 1909 ήταν καλοί οι Τούρκοι.

(Αργίνη Ζάγορη -Νικόλαος Γαϊτάνος, 20/6/60) (σ. 31)
Εξαρτόμεθα από τη Μητρόπολη της Προύσης.
2-3 φορές το χρόνο ερχότανε και ο Μητροπολίτης. Είχε ένα αμάξι με άλογα και έκανε μεγάλη εντύπωση στο χωριό, κάθε φορά που ήρχετο. Τρέχαν τα Τουρκάκια πίσω απ' τ' αμάξι.

Είχαμε και δημογεροντία.

Για γάμους, βαφτίσια, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, πηγαίναμε στη Μητρόπολη της Προύσης. Αλλοιώς στις δικές μας τις εκκλησίες στα Μουδανιά.

Κεφάλαιο Β'-ΚΑΤΟΙΚΟΙ (σ. 32)
(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 13/6/60)

Τα Μουδανιά θα είχαν 7-8 χιλιάδες Έλληνες κατοίκους και 4 χιλιάδες Τούρκους, δηλαδή το όλο 12 χιλιάδες περίπου.

Οι Έλληνες φαίνεται ότι ήταν ντόπιοι, τουλάχιστον οι περισσότεροι ή κι αν ήταν μερικοί από άλλα μέρη είχαν αφομοιωθεί. Δεν υπήρχε καταφανής διαφορά ώστε να καθορίσουμε και να πούμε: Να αυτοί, λόγου χάρη, είναι από τα νησιά.

Το περίεργο ήταν ότι πολλοί είχαν ονόματα ζώων, που τους είχαν μείνει από παρατσούκλια: ο Τσάκαλος, ο Λύκος, ο Αλεπούς, ο Μαϊμούς ...

(Ι. Λουκοπούλου-Μαρίκα Βλαχοπούλου,Κ. Μοσχογιαννίδης, 21/3/1968) (σ. 33)
Γύρω στους 8000 κατοίκους είχαν τα Μουδανιά μαζί με τους Τούρκους. Πλεόναζε το ελληνικό στοιχείο. Τα δύο τρίτα του πληθυσμού ήταν Έλληνες κι οι υπόλοιποι Τούρκοι.

Ντόπιοι είμαστε από παππού προς πάππου, δεν είχα ακούσει να ήρθαν από πουθενά οι δικοί μας. Όλοι όσους ξέραμε ήταν ντόπιοι.

Πότε πρωτοκατοίκησαν οι Έλληνες στα Μουδανιά ούτε αυτό το ξέρομε. Από πολύ παλιά ήταν εκεί, ίσως κι από τους Βυζαντινούς χρόνους. Δεν είχαμε ποτέ ακούσει να διηγούνται ιστορία σχετική με το θέμα αυτό.

Κεφάλαιο Γ'-ΓΛΩΣΣΑ (σ. 34α)
(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 13/6/60)

Η γλώσσα μας ήταν η ελληνική, έμοιαζε με τη γλώσσα της Κωνσταντινούπολης. Ιδιωματισμοί δεν υπήρχαν, εκτός από κάτι ελάχιστους.

Ένα που θυμάμαι, ήταν το συντυχαίνω, το οποίο σήμαινε συναντώ. Και μερικά άλλα, πολύ λίγα.

Τούρκικα ξέραν μόνον όσοι είχαν πάρε-δώσε με τους Τούρκους. Οι γυναίκες δεν τα ήξεραν.

Κεφαλ. Δ'-ΔΕΛΤΙΑ ΜΕ ΠΟΙΚΙΛΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ (σ. 34β)
(Αργίνη Ζάγορη -Νικόλαος Γαϊτάνος, 13/6/60)

Τα Μουδανιά ως επίνειο της Προύσης είχαν μεγάλη επιβατική κίνηση. Ήταν η διέξοδος στη θάλασσα της Προύσας και της Μεσαχώρας. Η συγκοινωνία με την Κων/πολη ήταν πυκνή και από τις καλλίτερες, γιατί είχαμε και επίσημη ναυτιλιακή επικοινωνία κρατική. Για μια περίοδο είχε χρηματίσει πράκτωρ της εταιρείας αυτής και ο πατέρας μου μ' όλο που ήταν Τουρκική.

Τα σημερινά Μουδανιά χτίστηκαν στη θέση της Αρχαίας Απάμειας. Στο βυθό της θάλασσας σώζεται ακόμα τα τείχη της αρχαίας πόλης. Αυτό το ακούγαμε και τάλεγαν οι παλαιότεροι, τα βλέπαμε όμως και καθώς περνούσαμε με τη βάρκα από πάνω. Η ονομασία Μουδανιά προήλθε από κάτι Φράγγους μοναχούς «Montaguards" ... Μουντάνια.

Στα Μουδανιά οι άνθρωποι καταγίνονταν με το εμπόριο ελιάς και κουκουλιών. 7-8 χιλ, Έλληνες και 3-4 χιλ Τούρκοι.

Ήταν η πρωτεύουσα της περιοχής που αποτελούσαν τα χωριά Σιγή, Τρίγλεια, Κίος κλπ. Σ' όλα τούτα τα χωριά είχαν τις ίδιες ασχολίες με τους συγχωριανούς μου, 6-7 εργοστάσια μετάξης και ελιάς θα είχαμε στα Μουδανιά. Στ' άλλα χωριά, εργοστάσια δεν υπήρχαν γιατί ούτε και εμπόρευμα πολύ υπήρχε. Γινότανε και η μεταφορά από κοντά μας, γιατί διαθέταμε ιστιοφόρα. Στ' άλλα χωριά μπορούσαν βέβαια να προσορμίσουν πλοία για λόγους οικονομίας όμως μόνο στα Μουδανιά άραζαν. Το χωριό μου χτισμένο παραλιακώς, σε μεγάλη έκταση, 3-4 χιλιόμετρα, βρισκόταν σε κάμπο. Από πίσω από τα σπίτια πάλι κάμπος με ελιόδεντρα και μουριές. Σε βάθος 2 χιλ. ως τα βουνά, και σε μήκος 10-15 χιλιομ. απλώνονταν ο κάμπος. Τα βουνά δε θυμάμαι να είχαν ειδικό όνομα και μάλλον δεν έπαιξαν πολύ ρόλο στη ζωή μας. Ήταν όμως φυτεμένα μερικά ορεινά χτήματα.

Λιμάνι δεν είχαμε φυσικό. Οι Γάλλοι είχανε φτιάξει δυό αποβάθρες μεγάλες, με πρωτότυπη κατασκευή. Ήταν φτιαγμένη με ξύλινους πασσάλους γερά στερεωμένους να περνάει το νερό ανάμεσα και να μη κάνει δίνη. Φουρτούνα, βέβαια, μας έπιανε, δεν ήταν κλειστό λιμάνι. Σπάνια όμως κατέστρεφε πλοία γιατί οι καραβοκύρηδες λάβαιναν τα μέτρα τους, και πήγαιναν στην Κίο λ.χ. πούχε λιμάνι δυτικό. Ανάλογα με τον καιρό κανόνιζαν αυτά. Και έτσι όμως, καμιά φορά. Κάτι μικρά πλοία την πάθαιναν.

Καίκια Μουδανιώτικα είχαμε «ποντοπόρα». Ιστιοφόρα τα πιο πολλά. 15 τόνων και πάνω. Μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο βάλανε μηχανές. Ψαροκάϊκα είχαμε πολλά και πετρελαιοκίνητα.

Στην παραλία είχαμε καφενεδάκια και κει μαζευόμασταν, τα καλοκαίρια, κάθε βράδυ. Απ' την Προύσα κατέβαιναν πολλοί να παραθερίσουν στα Μουδανιά. Είχαμε και ξενοδοχείο πάνω στη θάλασσα.

Κάνανε και οι γυναίκες μπάνια θαλάσσια, νύχτα όμως για να μην τις βλέπουν.

Ποτάμια μεγάλα δεν είχαμε. Δυο μικρά μόνο που κατέβαιναν απ' τα υψώματα. Το ένα απ' τη μια πλευρά και από την άλλη το άλλο. Ζημιές δε θυμάμαι να κάνανε, ούτε και τα ονόματά τους όμως.

Ο δρόμος που μας συνέδεε με την Προύσα ήταν αμαξιτός, σε πολλή καλή κατάσταση, 35 χιλιόμετρα μακρύς. Είχαμε και σιδηρόδρομο που μας συνέδεε με την Προύσα.

Κοντά στο σχολείο, αμέσως μετά το τέρμα των σπιτιών, στους πρόποδες του λόφου, ήταν οι «Μύλοι». Απ' το πίσω μέρος συνόρευαν με την Τούρκικη συνοικία. Εκεί πηγαίναμε να παίξουμε πετροπόλεμο με τα τουρκαλάκια.

Υπήρχε και μια δεξαμενή στους «Μύλους» όπου εναποθήκευαν το χιόνι, να το πάρουν το καλοκαίρι και να το κάνουν παγωτά.

(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 13/6/60) (σ. 38)

Τα Μουδανιά κυρίως υφίσταντο ως επίνειον της Προύσας, διότι τόσον η μεταφορά εμπορευμάτων όσον και η επιβατική κίνηση, από την Προύσα προς την Πόλη ή αλλού, κέντρο είχαν το λιμάνι των Μουδανιών. Δρόμοι δια ξηράς δεν υπήρχαν τότε και όλη η ενδοχώρα διοχετεύετο δια των Μουδανιών. Η συγκοινωνία με την Κωνσταντινούπολη ήταν πυκνή και η καλύτερη από τα γύρω μας λιμάνια, διότι διεξήγετο και από την επίσημη κρατική ατμοπλοία με πλοία καλά. Μια περίοδο μάλιστα είχε χρηματίσει και ο πατέρας μου πράκτωρ, παρ' όλο που ήταν εθνική εταιρεία των Τούρκων.

Τα Μουδανιά ήταν η Αρχαία Απάμεια της Βιθυνίας, όπως ακούαμε. Στο βυθό της θάλασσας φαίνονταν τα τείχη, δηλαδή υποθέτουμε ότι ήταν της αρχαίας πόλης, γιατί αρχαιολόγος δεν ήρθε.. Έτσι ακούαμε από μορφωμένους ανθρώπους κι από τους παλιούς μας, κι εμείς, ως παιδιά, περνούσαμε από πάνω με τη βάρκα και βλέπαμε τα τείχη.

Οι κάτοικοι των Μουδανιών καταγίνονταν με το εμπόριο, με τις ελιές και τα κουκούλια. Ήταν η πόλη μας κέντρο επεξεργασίας κι εξαγωγής μεταξιού. Υπήρχαν 5 εργοστάσια για την κατεργασία των κουκουλιών και, όπως είπαμε, η τακτική συγκοινωνία για την εξαγωγή τους. Έτσι τα Μουδανιά αποτελούσαν, να πούμε, την πρωτεύουσα της περιοχής εκείνης περιελάμβανε τη Σιγή, την Τρίγλια, την Κίο. Είχαν βέβαια και τα πολίσματα τούτα τα ιστιοφόρα τους και κάποια εμπορεύματά τους έστελναν κατ' ευθείαν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά τα κουκούλια συνέφερε καλύτερα να τα στείλουν στα Μουδανιά απ' όπου, εκτός από τα πλοία της γραμμής, περνούσαν και πλοία  για το εξωτερικό, όπως πχ για τη Μασσαλία.

Και η Κίος, θα μου πείτε, είχε εργοστάσιο κατεργασίας μεταξιού, όχι όμως όσα εμείς, ώστε να επαρκέσουν για όλη την παραγωγή. Και κατ' αρχή στην Κίο ειδικεύονταν περισσότερο  στην παραγωγή μεταξόσπορου, ενώ τα Μουδανιά αποτελούσαν επιπλέον κέντρο συγκέντρωσης κουκουλιών και ένα είδος χρηματιστήριο γι' αυτά.

Η ελληνική κοινότητα των Μουδανιών ήταν καλά οργανωμένη. Είχαμε και Δημογεροντία, αλλά τα καθήκοντά της ακριβώς δεν ξέρω να τα πω.

Κεφαλ. Ε'-ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
1.   Θέση
2.   Δρόμοι Εξωτερικοί
3.   Βουνά-Λόφοι
4.   Ρέματα
5.   Κλίμα

ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ (σ. 41)
(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 13/6/60)

Τα Μουδανιά ήταν κτισμένα σε μεγάλη έκταση επί της παραλίας και σε κάμπο που είχε βάθος 2-3 χιλιόμετρα. Το μήκος της πόλης στην παραλία επάνω ήταν 10-15 χιλιόμετρα. Πίσω από τα σπίτια μεσολαβούσε κάμπος κι έπειτα άρχιζαν  τα βουνά, όχι πολύ ψηλά, αλλά περισσότερο από λόφους. Δεν θυμάμαι να είχαν ιδιαίτερο όνομα. Κι εκεί επάνω ακόμα υπήρχαν ορισμένα ορεινά κτήματα δικά μας, υπήρχαν και ήμερα δέντρα.
Λιμάνι δεν είχαμε. Ήταν ανοικτός ο κόλπος. Τα πλοία πλεύριζαν στις δύο αποβάθρες, τις οποίες είχαν κατασκευάσει οι Γάλλοι, που έκανα και τη σιδηροδρομική γραμμή Προύσας-Μουδανιών.

Φουρτούνα μας έπιανε. Κάτι μικρά καραβάκια την πάθαιναν καμιά φορά, συνήθως όμως, όταν μυρίζονταν τρικυμία τα πήγαιναν τα καράβια στον κόλπο της Κίου και προφυλάγονταν.

ΔΡΟΜΟΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΙ ( σ. 43)
(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 13/6/60)

Ο δρόμος που μας συνέδεε με την Προύσα, μήκους 35 χιλιομέτρων, ήταν αμαξιτός, όχι βέβαια άσφαλτος, αλλά σε καλή κατάσταση, χωματόδρομος με χαλίκι.

Ο δρόμος που πήγαινε στη Σιγή και Τρίγλια, πέρα από την Αγία Άννα, ήταν επίσης χωματόδρομος, αλλά χαραγμένος δρόμος και στρωμένος κι αυτός με χαλίκι.

(Αργίνη Ζάγορα-Νικόλαος Γαϊτάνος, 20/6/60) (σ. 44)

Οι δρόμοι ήταν καλντερίμια με πεζόδρομο και είχαν κλίση προς τα πλάγια (για τα νερά της βροχής). Μέσα στην πόλη ήταν όλα καλντερίμια. Δεξιά και αριστερά ήταν δεντροφυτεμένοι που και που έβλεπες και καμιά πρασιά.

Το βράδυ φωτίζονταν με λάμπες.

Άλλοι δρόμοι σαν αυτόν ου οδηγούσε στην Αγία Άννα ήταν φτιαγμένοι από χαλίκι και στρωμένοι με χώμα από πάνω. Παντού όμως υπήρχαν δρόμοι φτιαγμένοι απ' τους ανθρώπους.

Οι δρόμοι της Τούρκικης συνοικίας, που είχε γλυτώσει τη φωτιά, ανώμαλοι και δεν ήτ6αν ευθυγραμμισμένοι, σαν τους δρόμους της δικής μας συνοικίας.

ΒΟΥΝΑ-ΛΟΦΟΙ-ΣΠΗΛΙΕΣ

ΒΟΥΝΑ-ΚΑΣΤΑΝΙΑ (σ. 45)
(Ι. Λουκοπούλου-Κ. Μοσχογιαννίδης, 21/3/68)

Νοτιοδυτικά στα Μουδανιά, περίπου μιάμιση ώρα με τα πόδια, ήταν ένα βουνό που το λέγαμε καστανιά. Ήταν μετά τον Άγιο Παντελεήμονα. Είχε πολλές καστανιές γι' αυτό το λέγαμε και Καστανιές. Δεν ήταν πολύ ψηλό βουνό, πάντως το ψηλότερο της περιοχής, τ' άλλα ήταν λόφοι. Η Καστανιά είχε άφθονο κυνήγι.

Ψηλά βουνά είχε η Προύσα, εκεί ήταν ο Όλυμπος που κράταγε  χιόνια πολλά. Από μας άλλοτε φαινότανε, άλλοτε δε φαινότανε, ανάλογα με τη διαύγεια της ατμόσφαιρας.

ΛΟΦΟΙ (σ. 46)
(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 13/6/60)

Αμέσως μετά τα τελευταία σπίτια, προς Νότον, ήταν ο λόφος Μύλοι, που είχε πάρει τ' όνομά του από δύο εγκαταλελειμμένους αερόμυλους που ήταν εκεί.

Στο λόφο αυτό υπήρχε δεξαμενή όπου εναποθήκευαν το χιόνι το χειμώνα για να το πουλήσουν το καλοκαίρι.

Εκεί στους Μύλους παίζαμε πετροπόλεμο με τα Τουρκόπαιδα, συνόρευε με το πίσω μέρος ης τουρκικής συνοικίας.

Ένας άλλος μικρός λόφος ήταν της Αγίας Άννης που είπαμε (βλέπε και δελτίο «Εκκλησίες-Ξωκκλήσια» του ίδιο πληροφορητή)

ΛΟΦΟΙ-ΑΓΙΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ (σ.47)
(Ι. Λουκοπούλου-Κ. Μοσχογιαννίδης, 21/3/68)

Μισή ώρα από τα Μουδανιά, από τη μεριά της τούρκικης συνοικίας, ήταν ένας λόφος. Πάνω στον Άγιο Γιώργη, λέγανε, εκκλησία όμως εκεί δεν υπήρχε, γιατί τον ονομάσανε έτσι δεν ξέρω. Κτήματα είχε στα χαμηλά, μουδανιώτικα, η κορυφή του ήταν φαλακρή.

Στις 23 Απριλίου. Του Αγίου Γεωργίου, πήγαιναν εκεί πολλοί Τούρκοι κι έλληνες εκδρομή, καθόντουσαν όλη την ημέρα. Οι Τούρκοι πίστευαν στον Άγιο Γιώργη, τον έλεγαν «Χεάρελες», την ημέρα αυτή συνήθιζαν να βγαίνουν στην εξοχή.

ΡΕΜΑΤΑ (σ. 49)
(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 13/6/60)

Ποτάμι δεν υπήρχε στα Μουδανιά. Ένα ρέμα μόνο ήταν από τη μια μεριά της πόλης κι ένα από την άλλη. Δεν είχαν ονόματα. Κατέβαζαν νερό όταν έβρεχε, όχι όμως πολύ. Ζημιές δεν κάναν.

ΡΕΜΑΤΑ-ΜΑΚΟΥΦΙ
(Ι. Λουκοπούλου-Κ. Ξανθόπουλος, 7/3/68)

Ούτε ποτάμια είχαμε στα Μουδανιά ούτε ρέματα. Μόνο στην άκρη του χωριού, εκεί στους μύλους κοντά, ήταν ένα ξεροπόταμο που το λέγαμε Μακούφι, εκεί πηγαίνανε και ρίχνανε τα σκουπίδια.

ΚΛΙΜΑ (σ. 50)
(Ι. Λουκοπούλου-Κ. Ξανθόπουλος, 7/3/68)

Είχαμε πολύ ωραίο κλίμα, εύκρατο και υγιεινό. Εκεί ξέραμε πως ο χειμώνας είναι χειμώνας και το καλοκαίρι-καλοκαίρι.

Το χειμώνα έκανε κρύο πολύ, πολλές φορές έριχνε και χιόνια, δεν κρατούσαν όμως, ένα-δυο μέρες και μετά λιώνανε. Όλα τα σπίτια καίγανε σόμπες. Δε μπορούσες αλλιώς να σταθείς από το κρύο, μερικοί είχανε τζάκια, λίγοι όμως ήταν αυτοί. Το χειμώνα φύσαξε βοριάς δυνατός, σήκωνε κύματα μεγάλα ήταν το μέρος ανοικτό.

Τρεις μήνες κρατούσε ο χειμώνας Δεκέμβριο, Ιανουάριο και Φεβρουάριο. Το Μάρτιο έπιανε η άνοιξη, είχαμε καλοκαιρία, έβλεπες οι γυναίκες όλες βάζανε μάρτη (άσπρη και κόκκινη κλωστή στρμμένες μαζί) να μη τις κάψει ο ήλιος. Από κει και πέρα βγαίνανε οι ψαράδες με τις τράτες. Άρχιζε η καλλιέργεια της ελιάς, το λισγάρισμα (το σκάψιμο), ξελακκώνανε τ' αμπέλια.

Το καλοκαίρι στα Μουδανιά ήταν δροσερό, δεν είχαμε μεγάλες ζέστες. Ερχόντουσαν από την Πόλη διάφορες γνωστές οικογένειες και παραθερίζανε εκεί.

Ζ' ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ( σ. 52)
(Αργίνη Ζάγορα-Νικ. Γαϊτάνος, 20/6/60)

Η Καλόλημνος ήταν ένα νησάκι αντίκρυ στο μπουγάζι μια ώρα μακρυά. Ήτανε τόπος ψαριών και αστακών. Μπαρμπούνια και αστακούς είχε εξαιρετικά την εποχή που ήταν τα λαβράκια, τέτοια-τέτοια μεγάλα τα βλέπαμε να «κυκλοφορούν». Αφήστε πια τις παλαμίδες που πετο΄σαν απ' τα νερά και τρέχανε τότες οι τράτες.

Ο Χρυσόγυαλος μια ώρα και αυτός έξω από τα Μουδανιά ήτανε πλαζ εξαιρετική. Όνομα και πράγμα.

Μετά τα σπίτια, 1 χιλιόμετρο περίπου άκτιστη περιοχή μεσολαβούσε, και σε ένα λοφίσκο 50 περίπου μέτρα ψηλό, ήταν χτισμένη μια εκκλησούλα: η Αγία Άννα. Πλάι σε μια τοποθεσία με πλατάνια, ήταν τ' αγίασμα. Ο δρόμος που οδηγούσε στο εκκλησάκι ήταν κλιμακωτός 20-25 γρανίτινα σκαλοπάτια, κυκλικά. Παιδιά τ' ανεβαίναμε με άλογα. Δεν ήταν εκκλησία των Βυζαντινών χρόνων.

Δυτικά της Αγίας Άννας ¾ της ώρας απ' τα Μουδανιά ήταν οι Παλιόστερνες. Κτήματα που κατέβαιναν μέχρι τη θάλασσα.

Σ΄ ανηφοριά, μια ώρα περίπου μακρυά απ' το χωριό9 ήταν χτισμένη μια μεσόγεια εκκλησούλα ο Άγιος Παντελεήμονας. Κάθε πρωτομαγιά εκεί κάναμε μεγάλο γλέντι.

Στα δυτικά του χωριού βρισκόταν χτισμένο πάνω στο βράχο ένα μικρό παραθαλάσσιο εκκλησάκι. Απ' εκεί ανέβρυζε αγίασμα. Ήταν οι Άγιοι Ανάργυροι.

(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 13/6/60) (σ. 54)

Σ' απόσταση καμιάς ώρας από την πόλη, δυτικά, ήταν ο Χρυσόγυαλος, μια παραλία πολύ όμορφη, όπου κάναν και λουτρά οι Μουδανιώτες. Κάναν κι οι γυναίκες μπάνιο, αλλά τη νύχτα, σε προφυλαγμένες μπανιέρες.

Προς την ίδια πλευρά, δυτικά ήταν οι Παλιόστερνες, σ' απόσταση τριών τετάρτων από τα Μουδανιά. Κτήματα είχε, της Παλιοστέρνας τα κτήματα όπως λέγαμε. Δεν ήταν μόνο παραθαλάσσιο, είχε και ενδοχώρα. Έπιαναν από μέσα τα κτήματα και κατέβαιναν μέχρι τη θάλασσα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η'- ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΜΟΡΦΉ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
1.   Το πράσινο του χωριού
2.   Μαχαλάδες, Δρόμοι, Πλατείες
3.   Νερά
4.   Σπίτια
5.   Εκκλησίες, Παρεκκλήσια, Ξωκκλήσια, Μοναστήρια, Αγιάσματα
6.   Νεκροταφεία
7.   Σχολεία
8.   Κτίσματα

ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ (σ. 55)
(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 13/6/60)

Οι δρόμοι ήταν δεντροφυτεμένοι. Τα σπίτια δεν είχαν περιβόλια, που και που καμιά πρασιά αν είχε κανένα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι μέσα στην πόλη είχε πολύ πράσινο. Τα δέντρα ήταν παραέξω, ελαιώνες και μουριώνες.

ΜΑΧΑΛΑΔΕΣ (σ. 56)
(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 13/6/60)

Το ελληνικό τμήμα της πόλης ήταν χωρισμένο από το τουρκικό, σχεδόν υπήρχαν ορόσημα. Η έδρα του Καϊμακάμη ήταν το σύνορο. Ανατολικά ήταν η τουρκική συνοικία. Από τη δυτική πλευρά η ελληνική

Από απόψεως τοποθεσίας η ελληνική πλευρά ήταν καλύτερη , στη γειτονιά της ήταν η Αγία Άννα, σαν εξοχή, κι ο Άγιος Σπυρίδων, επίσης εξοχικός. Κι η παραλία ήταν καλύτερη από κείνη την πλευρά. Αυτά δεν υπήρχαν από την μεριά των Τούρκων.

Στα 1880 είχε γίνει μια μεγάλη πυρκαϊά κι έκαψε την ελληνική συνοικία, που ξαναχτίστηκε καινούργια. Η τουρκική συνοικία δεν είχε καεί και παρέμεινε σαν τουρκοχώρι.

Η αγορά ήταν στην τουρκική συνοικία κυρίως η αγορά των τροφίμων, αλλ΄ατα περισσότερα καταστήματα ήταν ελληνικά. Στην ελληνική πλευρά ήταν τα εμπορικά καταστήματα.

Τα πλοία πλεύριζαν αντίκρυ στην τουρκική συνοικία, όπου ήταν οι δύο αποβάθρες, ο σιδηροδρομικός σταθμός, το τελωνείο.

Εμείς είχαμε τρεις μαχαλάδες: του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Θεοδοσίας και των Μύλων. Υπήρχε και ένας άλλος μαχαλάς, των εργοστασίων του μεταξιού. Οι Μύλοι ήταν λίγο απομεμακρυσμένος μαχαλάς, στους πρόποδες του ομώνυμου λόφου. Εκεί κοντά ήταν και το δημοτικό σχολείο.
Προάστιο των Μουδανιών ήταν η Αγία Άννα. Μεσολαβούσε, από την πόλη ως εκεί, μια έκταση περίπου ενός χιλιομέτρου, άκτιστη, και κατόπι ήταν η Αγία άννα.

(Αργίνη Ζάγορα-Νικόλαος Γαϊτάνος, 20/6/60) (σ. 58)

Ο τουρκικός μαχαλάς ήταν χωριστός απ' τον ελληνικό. Σχεδόν υπήρχαν ορόσημα: Το Διοικητήριο: που ήταν η έδρα του καϊμακάμη. Τούρκικη ήταν η ανατολική πλευρά του χωριού. Η δυτική ήταν η ελληνική. Ως προς την τοποθεσία, η δικιά μας πλευρά ήταν η καλλίτερη. Είχαμε καλλίτερες εξοχές, παραλίες που δεν είχαν οι Τούρκοι (βλέπε «Τοπωνύμια» χωριστό.δελτίο).

Τα πλοία άραζαν στην τούρκικη συνοικία. Εκεί ήταν οι αποβάθρες, το τελωνείο, ο σιδηροδρομικός σταθμός. Αυτό είναι το εμπορικό τμήμα του χωριού. Η αγορά τροφίμων, χασάπικα, μανάβικα κλπ.

Η δική μας συνοικία ήταν καινούρια. Είχε καταστραφεί απ' την πυρκαγιά που έγινε το 1870 νομίζω και ξαναχτίστηκε μετά. Γι' αυτό ίσως ήταν η πιο όμορφη.

Η τούρκικη συνοικία δεν είχε πάθει τίποτα απ' τη φωτιά. Τα σπίτια ήτα τα παλιά οι δρόμοι στενοί.

Η ελληνική συνοικία, που είχε τα εμπορικά με τις βιτρίνες ήταν πάλι χωρισμένη σε μαχαλάδες. Του Αγίου Γεωργίου, όπου ήταν η Μητρόπολη. Εκεί ήταν το σπίτι μας.

Της Αγίας Θεοδοσίας, γύρω στην ομώνυμη εκκλησία.

Τους Μύλους, ήταν εκεί δυο ανεμόμυλοι μα εγκαταλελειμμένοι και πια δεν άλεθαν, γιαυτό πήρε το όνομα η συνοικία (Μύλοι: βλέπε δελτίο «ποικίλου περιεχομένου»).

Τα Εργοστάσια, ήταν συγκεντρωμένα 4-5 όλα μαζί και γύρω είχε σπίτια.

(Μπ. Νικηφορίδης-Κωνσταντίνος Κιούμης, Ν. Τρίγλια, γεννήθηκε στους Ελιγμούς, 28/9/60) (σ. 60)

Οι κυριώτερες συνοικίες ήταν του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Θεοδοσίας, των Μύλων και της Αγίας Άννας. Αλλ' αν πούμε και τις μικρότερες, είναι άλλες πέντε: της Αγιάς, του Αγίου Κωνσταντίνου, το Ζύγι, όπου ήταν και μια πλατεία εκεί, τ' Αλώνι κι ο Άϊς Γιάννης, 5-6 σπίτια.


ΔΡΟΜΟΙ (σ. 61)
(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 13/6/60)

Οι δρόμοι μέσα στην πόλη ήταν όλοι καλντερίμι, είχαν και πεζοδρόμιο. Εκείνος που πήγαινε για το προάστιο της Αγίας Άννας ήταν χωματόδρομος. Τη νύχτα οι εντός της πόλης δρόμοι φωτίζονταν με φανάρια που είχαν μέσα λάμπες πετρελαίου.

Οι δρόμοι της τουρκικής συνοικίας ήταν στενοί και ανώμαλοι, γιατί όπως είπαμε, δεν είχε καεί ο τουρκομαχαλάς κι έμεινε με την παλιά του μορφή.

ΠΛΑΤΕΙΕΣ (σ. 62)
(Αργίνη Ζάγορα-Νικόλαος Γαϊτάνος, 20/6/60)
Δεν είχαμε, σαν αυτές που είναι στα χωριά της Ελλάδας με τον πλάτανο, τη βρύση κα το καφενείο.

Στο κέντρο της ελληνικής συνοικίας υπήρχε το «Αδελφάτο». Μια μεγάλη αίθουσα, σαν καφενείο, με γραφεία από πάνω. Τις γιορτές, τις Αποκριές εκεί γίνονταν χοροί.

(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 13/6/60)

Πλατεία υπήρχε στο κέντρο της πόλης. Δεν ήταν πολύ μεγάλη, Αδελφάτο λεγόταν. Εκεί ήταν μια μεγάλη αίθουσα καφενείου που λεγόταν Αδελφάτο κι από κει πήρε τ' όνομά της κι η πλατεία. Δεξιά κι αριστερά του κτιρίου υπήρχαν δυο βρύσες.

Στην πλατεία αυτή συγκεντρώνονταν πολύ κόσμος, χοροί όμως υπαίθριοι δεν γίνονταν. Στις αποκριές ο επίσημος χορός γινόταν στην αίθουσα του σχολείου και μερικοί άλλοι σε σπίτι, αλλά όχι επίσημοι. Και στο Αδελφάτο γίνονταν χοροί. Ήταν κυρίως καφενείο αλλά είχε πάνω και γραφεία, θαρρώ πως ήταν της κοινότητος.

3. ΝΕΡΑ (σ. 64)
(Αργίνη Ζάγορα-Νικόλαος Γαϊτάνος, 20/6/60)

Η κοινότης δι' εξόδων της είχε φέρει τα νερά απ' τα βουνά και είχε κάνει βρύσες κατά διαστήματα. Πηγάδια μάλλον δεν υπήρχαν γιατί είχαμε νερό.

2-3 βρύσες έξω απ' τα εργοστάσια.

Στην πλατειούλα πάλι έξω απ' τ' «αδελφάτο» μια δεξιά και η άλλη αριστερά.

Μια μεγάλη πέτρινη βρύση στη Μητρόπολη του Αγίου Γεωργίου.

Και στην τούρκικη συνοικία θα είχε βρύση νομίζω.

(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 20/6/60)

Η κοινότης δι' εξόδων της είχε φέρει νερά από τα βουνά και υπήρχαν κατά διαστήματα Οι μεγάλες ήταν: Δύο στο Αδελφάτο (βλέπε και δελτίο «Πλατείες» του ίδιου πληροφορητή), μία στον Άϊ Γιώργη απ' έξω, 2-3 βρύσες έξω απ' τα εργοστάσια του μεταξιού. Υπήρχαν κι άλλες σε διάφορα σημεία.

Πηγάδια μάλλον δεν υπήρχαν γιατί είχαμε νερό.

4. ΣΠΙΤΙΑ (σ.66)
(Αργίνη Ζάγορα-Νικόλαος Γαϊτάνος, 20/6/60)

Τα περισσότερα ελληνικά σπίτια ήταν διώροφα και ευρύχωρα. Κάτω είχαν κουζίνες, χώρους υποδοχής κλπ, πάνω ήταν οι κοιτώνες. Ήταν ιδιόρρυθμα κατασκευασμένα από ένα σκελετό ξύλινο, παραγεμισμένο με πλίνθους και σοβαντισμένο μετά. Τα λεγόμενα μπαγδατί.

Μ' όλο που τα σπίτια αυτά γίνονταν στα μέρη που τρέφουνε μεταξοσκώληκες, για ν' αναπνέουν τα κουκούλια έτσι, στο χωριό μου η σηροτροφία δεν ήταν οικότροφος.

Οι περισσότεροι είχαν μποτζεχαλάδες, αίθουσες με τελλάρα που πάνω τους ζούσαν οι μεταξοσκώληκες.

Τα σπίτια δεν είχανε κήπους, και δη ήταν πολύ παλιά (χτίστηκαν ξανά μετά την πυρκαγιά του 1880).

Των Τούρκων τα σπίτια αντίθετα ήταν παλιά και κάμποσα όλο πέτρινα.

(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 20/6/60)

Τα σπίτια ήταν τα περισσότερα διώροφα, και τα μικρότερα ακόμα ήταν διώροφα. Κάτω είχαν χώρους υποδοχής. Τραπεζαρίες, κι επάνω τους κοιτώνες.

Η κατασκευή τους ήταν μικτή: ξύλινη και πλίνθινη. Ο σκελετός των τοίχων ήταν ξύλινος παραγεμισμένος με πλίνθους. Ύστερα βάζαν απ' έξω πήχες, μπαγντατί, και τις σουβαντίζαν.

Σκωληκοτροφεία δεν είχαμε μέσα στα σπίτια, πολύ λίγοι βάζαν στα σπίτια τους. Υπήρχαν ειδικοί μποτζεκχανάδες και μέσα στην πόλη και έξω για το σκουλήκι, με τελάρα μέσα και τ' άλλα χρειώδη.

Τα σπίτια των Τούρκων ήταν παλαιότερα και κάπως υποδεέστερα, τα δικά μας ήταν πιο μοντέρνα, υπήρχαν μεταξύ τους και μερικά πέτρινα.

5. ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ, ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΞΩΚΚΛΗΣΙΑ, ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ, ΑΓΙΑΣΜΑΤΑ

ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ (σ. 68)
(Αργίνη Ζάγορα-Νικόλαος Γαϊτάνος, 21/6/60)

Είχαμε πολλές, τον Άγιο Γεώργιο, τον Μητροπολιτικό ναό, βρισκόταν στη συνοικία Αγίου Γεωργίου. Μεγάλη εκκλησία πέτρινη, με περίβολο, εκεί ήταν και η κατοικία του Δεσπότη, όποτε κατέβαινε από την Προύσα. Ήταν πάνω κάτω σαν την Αγία Ειρήνη, χωρίς τρούλο, τύπου βασιλικής, με γυναικωνίτη και κωδωνοστάσιο. Είχε και ένα καμπαναριό που έμεινε ιστορικό. Ένας είχε φέρει μια μεγάλη καμπάνα και τη βάλαν στο καμπαναριό. Ήθελε όμως, αφού έκανε τέτοια δωρεά, να παίξει μεγάλο ρόλο στη ζωή του χωριού. Όλο η «καμπάνα» και η «καμπάνα» ήταν. «Εγώ που την έφερα», «Ε κατέβασέ την και πάρτην πίσω» του είπε μια μέρα και ο πατέρας μου. Την κατέβασαν και του τη ξαναδώσανε στο τέλος και έτσι έληξε η φασαρία με την καμπάνα.

Στον περίβολο του ναού υπήρχε μια βρύση μεγάλη χτιστή.

Η «Παναγία» μετά. Μια μικρή εκκλησούλα ... ήταν τελικά, στην Τουρκική συνοικία μέσα. .... θα ήταν βυζαντινή εκκλησία. Ήταν χωμένη, παλαιά, μυστηριώδης, νομίζω ότι είχε τρούλο. Εγώ την έφτασα.

Η Αγία Θεοδοσία ήταν στην αντίθετη πλευρά του Αγίου Γεωργίου, στη δυτική του χωριού. Πιο μικρή από την Παναγία και παραθαλάσσια. Λένε πως στα παλιά τα χρόνια κάποια εικών εξεβράσθη εκεί και χτίσανε γι' αυτό το λόγο την εκκλησία. Ίσως στων παππούδων μου τα χρόνια να την χτίσανε.

ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΞΩΚΚΛΗΣΙΑ (σ. 70)
(Μπ. Νικηφορίδης- Νικ. Γαϊτάνος 13.6.1960)

Ο κεντρικός ναός μας ήταν ο Άγιος Γεώργιος, στην ομώνυμη συνοικία. Ήταν μεγάλη εκκλησία, με περίβολο μέσα στον οποίο ήταν και η κατοικία του Δεσπότη οσάκις κατέβαινε από την Προύσα.

Είχε και καμπαναριό το οποίο μάλιστα έμεινε ιστορικό από αφορμή μια διένεξη. Είχε ανακατευτεί σ' αυτήν και ο πατέρας μου. Κάποιος είχε κάμει δωρεά μια καμπάνα και εξ αιτίας της καμπάνας ήθελε διαρκώς να παίζει ρόλο στην κοινότητα, ν' ανακατεύεται στα διάφορα ζητήματα και να περνάει ο λόγος του. Ώσπου τελικά τον βαρέθηκαν και του είπαν: «πάρε την πίσω την καμπάνα σου». Και πράγματι την κατέβασαν και την δώσαν πίσω.

Πέτρινη ήταν η εκκλησία, τύπος βασιλικής, περίπου στο μέγεθος της Αγίας Ειρήνης εδώ (σ.σ. εννοεί την Αγία Ειρήνη στην Αθήνα). Είχε και γυναικωνίτη.

Εκτός απ' αυτήν ήταν και η Παναγία, μια μικρή εκκλησία. Έπεφτε ανατολικά, στην αρχή της τουρκικής συνοικίας, πέτρινη κι αυτή και νομίζω πως είχε τρούλο. Συμπεραίνω ότι ήταν παλιά, ίσως βυζαντινή, γιατί είχε βρεθεί, όπως είπαμε, στην τουρκική συνοικία, ήταν παραχωμένη, μυστηριώδης λίγο.

Είχαμε και την Αγία Θεοδοσία, στη συνοικία με το ίδιο όνομα, που έπεφτε στην αντίθετη πλευρά του Αγίου Γεωργίου, παραθαλασσίως. Ήταν μικρότερη από την Παναγία. Λέγουν ότι στα χρόνια των παππούδων μας κάποια εικόνα εξεβράσθη από τη θάλασσα και κτίσαν γι' αυτό το λόγο την εκκλησία εκεί.

Ήταν και η εκκλησία της αγίας Άννας στο ομώνυμο προάστιο, κτισμένη πάνω σ' ένα λοφίσκο. Αν πάρουμε της επιφάνεια ης θάλασσας, θα είχε ύψος περίπου 50 μέτρα ο λόφος αυτός. Αρχίζοντας από τους πρόποδές του, πρώτα ήταν ένας μικρός ανήφορος και ύστερα πολλά σκαλοπάτια που έφταναν ως την εκκλησία, περίπου 20-25. Η εκκλησία φαίνεται ότι ήταν μάλλον σύγχρονη με τη νεώτερη πόλη.

Εξοχικός, όπως κι η Αγία Άννα, ήταν κι ο Άγιος Σπυρίδων,

Πιο πέρα από την Αγία Άννα, δυτικά, σ' απόσταση μισής ώρας ήταν το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων, παραθαλάσσιο κι αυτό. Εκεί ανάβλυζε και αγίασμα.

Προς την ίδια κατεύθυνση σε απόσταση μιας ώρας, μεσογείως, ήταν ο Άγιος Παντελεήμων, περίπου στα σύνορα με τη Σιγή.

ΞΩΚΚΛΗΣΙΑ -ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ (σ. 73)
(Ι Λουκοπούλου- Κ. Ξανθόπουλος. 7.3.1968)

Ανάμεσα Αγίας Άννας και Σιγής ήταν οι Άγιοι Ανάργυροι. Από τα Μουδανιά, για να πάμε, θέλαμε μισή ώρα.

Οι Άγιοι Ανάργυροι ήταν πολύ μικρό εκκλησάκι. Πλάι, εκεί στο εκκλησάκι έτρεχε και αγίασμα.

Στη μνήμη τους, την 1η Ιουλίου τους γιορτάζαμε. Πήγαινε παπάς από τα Μουδανιά ή την Προύσα και λειτουργούσε, αυτά τα κανόνιζε ο μητροπολίτης, αυτός όριζε ποιος παπάς θα πάει. Μουδανιώτες και Σιγηνοί πηγαίναμε στο πανηγύρι, πέρναμε και τα φαγιά μας και καθόμαστε όλη την ημέρα.

Όταν κανείς ήθελε να κάνει λειτουργία έπαιρνε παπά και άνοιγε όπως λέγανε την εκκλησία. Με τις βάρκες πηγαίνανε, ήταν δίπλα στη θάλασσα. Εκεί κοντά είχε περιβόλια με ελιές, απ' τα Αρβανιτοχώρι τα είχαν. Ήταν περίφημη εξοχή.

ΞΩΚΚΛΗΣΙΑ -ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ (σ. 75)
(Ι. Λουκοπούλου-Μαρίκα Βλαχοπούλου, Κ. Μοσχογιαννίδης, 21.3.1968)

Νοτιοδυτικά των Μουδανιών, μια ώρα με τα πόδια, ήταν ένα εξοχικό εκκλησάκι, ο Άγιος Παντελεήμων. Δίπλα στην εκκλησία είχε Αγίασμα, ανέβλυζε από ένα βράχο, χυνότανε σε μια πέτρινη χαβούζα. Είχαν κάνει κι ένα μικρό κτίσμα και το είχαν σκεπάσει. Το θεωρούσαν πολύ θαυματουργό το Αγίασμα αυτό.

Ο Άγιος Παντελεήμων ήταν επάνω στο ύψωμα, ένα γύρο η περιοχή είχε καρυδιές, πλατάνια, ήταν πολύ όμορφη εξοχή. Στο λόφο αυτό είχαν και πολλοί Μουδανιώτες κτήματα.

Το καλοκαίρι, στις 27 Ιουλίου, που γιόρταζε, πήγαινε πολύς κόσμος, μαζευόντουσαν απ' όλο τον καζά.. Πολλοί πήγαιναν από το βράδυ της παραμονής και διανυκτερεύανε στο ύπαιθρο. Ανήμερα γίνονταν πανηγύρι καλό με όργανα.

ΑΓΙΑΣΜΑ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ (σ. 77)
(Ι. Λουκοπούλου-Μαρίκα Βλαχοπούλου, Κ. Μοσχογιαννίδης, 21.3.1968)

Στο μεσόδρομο, μεταξύ Μουδανιών και Αγίου Παντελεήμονος, ήταν  το Αγίασμα της Αγίας Μαρίνας. Εκκλησία δεν υπήρχε, μόνο το Αγίασμα, το δόξαζαν το καλοκαίρι στη χάρη της. Έπαιρναν παπά και ψάλτη από τα Μουδανιά και πήγαιναν, γινόταν στο ύπαιθρο η λειτουργία, μαζευόντουσαν πολλοί Μουδανιώτες την ημέρα αυτή.

Το Αγίασμα της Αγίας Μαρίνας ήταν ακριβώς στις υπώρειες του λόφου του Αγίου Παντελεήμονος.