"Στο φόρουμ μας, αναρτούμε ενημερωτικά θέματα, σχετικά με την ιστορία των Τριγλιανών προγόνων μας, για την ενημέρωση σας,
αφήνοντας ταυτόχρονα μία παρακαταθήκη πληροφοριών, για τις επόμενες γενιές."

ΚΜΣ-ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΜΟΥΔΑΝΙΑ ΒΙΘΥΝΙΑΣ-ΜΕΡΟΣ Β'

Ξεκίνησε από Μάκης Αποστολάτος, 11 Ιουλίου 2021, 07:05:01 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

0 Μέλη και 1 Επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Μάκης Αποστολάτος

Μάκης Αποστολάτος

ΜΟΥΔΑΝΙΑ-ΜΕΡΟΣ Β'

6. ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ (σ. 78)
(Μπ. Νικηφορίδης- Κωνσταντίνος Κιούμης, Ν. Τρίγλια, γεννήθηκε στους Ελιγμούς,28.9.1960)

Το νεκροταφείο στα Μουδανιά λεγόταν πεντάγωνο, επειδή είχε αυτό το σχήμα. Ρωτούσαν κανένα γέρο: «τι κάνεις, μπάρμπα», κι έλεγε: «Τι να κάνω! Είμαι πια για το Πεντάγωνο».

Ήταν έξω από την πόλη το νεκροταφείο, κάπου ένα χιλιόμετρο. Είχε και περίφραξη, είχε και μικρό οίκημα μέσα που μοίραζαν τη μακαριά-ορμούσανε οι πιτσιρίκοι: «Δώσε κι εμένα, μπάρμπα». Εκεί είχανε συνήθειο, άμα πέθαινε κανένας, στη μακαριά μοίραζαν ψωμί κι ελιές και κρασί, με τις βούτες (βαρέλια) κουβαλούσαν το κρασί. Ήταν και μερικοί τύποι και περίμεναν εκεί και πίναν τα υπόλοιπα κι ύστερα τους παίρναν με τα σέντια, γίνονταν τύφλα στο μεθύσι.

Υπήρχαν και ξύλινοι σταυροί και πέτρινοι και τάφοι με μάρμαρα και απλοί, με χώμα, και οικογενειακοί τάφοι, κενοτάφεια, ανάλογα με κείνα που βαστούσε ο καθένας.

Ήταν κι ένας άλειωτος σ' ένα κενοτάφειο, ήταν αφορισμένος. Οι πιτσιρίκοι πήγαιναν κι ανοίγαν το καπάκι και τον βλέπαν άλειωτο.

7. ΣΧΟΛΕΙΑ (σ. 80)
(Μπ. Νικηφορίδης- Νικ. Γαϊτάνος 13.6.1960)

Το σχολείο μας ήταν εξατάξιος αστική σχολή και νηπιαγωγείο. Σ' ένα κτίριο στεγάζονταν τ' αγόρια και τα κορίτσια, αλλά χωριστά.

Ήταν ωραίο σχολείο, πέτρινο. Είχε μια κοινή αίθουσα τελετών στη μέση κι απ' τη μια μεριά ήταν οι 6 τάξεις για τ' αγόρια κι απ' ην άλλη οι 6 για τα κορίτσια. Σ' αυτό στεγάζονταν και το νηπιαγωγείο.

Είχαμε καλούς δασκάλους. Θυμάμαι έναν Καραγιαννίδη των μαθηματικών, έναν Ζιώγα, που διετέλεσε και διευθυντής. Ήταν κι ένας παπάς, πολύ καλός, κάποια εποχή είχαν κάνει και διευθυντής.

Το σχολείο συνετηρείτο από την κοινότητα, αλλά πλήρωναν κι οι μαθητές ανάλογα με την κατάστασή τους, άλλος περισσότερα, άλλος λιγώτερα.
Το σύνολο των μαθητών ήταν 250 περίπου.

(Αργίνη Ζάγορα-Νικ. Γαϊτάνος, 20/6/60) (σ. 82)

Είχαμε εξατάξιο Αστική Σχολή και Νηπιαγωγείο. Πέτρινο, χτιστό. Χώρια όμως ήταν τα κορίτσια από τ' αγόρια. 6 τάξεις για τ΄ αγόρια, 6 για τα κορίτσια, από τη μια πλευρά κι από την άλλη. Στη μέση είχε μια αίθουσα τελετών. Στο ίδιο κτίριο στεγάζονταν και το Νηπιαγωγείο. Όλα-όλα θα ήτανε 200-250 παιδιά. Τ σχολείο το συντηρούσε  κοινότης, είχαμε και εφορεία. Δίδακτρα έδινε ο καθένας ότι μπορούσε, άλλα και τίποτε.

Θυμάμαι ένα-δυο δασκάλους που ήταν εξαιρετικοί. Έναν Καραγιαννίδη, δάσκαλο μαθηματικών, τον Ζιώγα τον Διευθυντή, και έναν άλλον παππά που είχε κάνει διευθυντής μια εποχή, δε θυμάμαι τώρα πως τον λέγαν.

Είχαμε και έναν Έφορο τον Νικολαίδη, γέρο, με μακρυά άσπρα γένεια, αυστηρό και πολυμαθέστατο. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος, όχι μονάχα των παιδιών μα και των δασκάλων.

8 ΑΛΛΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ (ΤΖΑΜΙΑ, ΧΑΝΙΑ, ΛΟΥΤΡΑ, ΜΥΛΟΙ) σ. 83
(Μπ. Νικηφορίδης- Νικ. Γαϊτάνος 13.6.1960)

Στη συνοικία των Μύλων ήταν δύο μύλοι αλλά εγκαταλελειμμένοι, αερόμυλοι, Στην εποχή μας φέρναν απ' έξω έτοιμα αλεύρια.

Οι Τούρκοι είχαν τα τζαμιά τους αλλά δεν θυμάμαι πόσα. Είχαν και σχολεία και λουτρά. Εκτός απ' αυτά ήταν και τα δημόσια κτίρια που είπαμε (βλέπε και δελτίο «Τούρκικη Διοίκηση» του ίδιο πληροφορητή), είχαμε και τα 5 εργοστάσια του μεταξιού. Ένα ή δύο απ' αυτά ήταν γαλλικό και τ' άλλα ελληνικά.

(Αργίνη Ζάγορα-Νικ. Γαϊτάνος, 20/6/60) (σ. 84)

Δυο ανεμόμυλους είχαμε στους «Μύλους» μα ήταν εγκαταλελειμμένοι. Κανείς δεν άλεθε πια εκεί.
Στην τούρκικη συνοικία υπήρχαν δυο τζαμιά και σχολείο για τα παιδιά τους.

Στα Εργοστάσια υπήρχαν 5-6 εργοστάσια μεταξουργεία. Τα περισσότερα ελληνικά. Οι Τούρκοι δεν είχαν καθόλου.

(Ι. Λουκοπούλου-Κ. Ξανθόπουλος, 7/3/68) (σ. 65)

Στην άκρη των Μουδανιών, κοντά στο δημοτικό σχολείο, ήταν ένας λοφίσκος με δυο μύλους.

Στα χρόνια μας δε δουλεύανε οι μύλοι, ήταν ερειπωμένοι. Εμείς τ' αλεύρια τ' αγοράζαμε έτοιμα από την Πόλη και την Προύσα.

Οι Μύλοι ήταν ο περίπατός μας, ήταν όμορφη εξοχή, με τις λιακάδες πήγαινε πολύς κόσμος.

ΑΛΛΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ (σ. 86)
(Ι. Λουκοπούλου-Κ. Ξανθόπουλος, 7/3/68)

Στη θάλασσα δίπλα ήταν το κονάκι, ένα διώροφο κτίριο όπου στεγαζόταν το καρακόλι και το δικαστήριο. Το κονάκι χώριζε τους δύο μαχαλάδες τον τούρκικο από τον ελληνικό.

Απέναντι στο κονάκι, μετά τον παραλιακό δρόμο, ήταν ένα μικρό ισόγειο κτίσμα που το είχαν για φυλακές.

Πιο κάτω, στον τούρκικο μαχαλά, ήταν το καϊμακαμλίκι, το οποίον στεγαζότανε σ' ένα διώροφο κτίριο.

Μεγάλα κτίρια δεν είχαμε στα Μουδανιά, διώροφα το πλείστον, τα καλύτερα ήτανε τα δικά μας, τα ελληνικά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ'- ΚΟΝΤΙΝΟΙ ΚΑΙ ΜΑΚΡΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ
1   Ελληνικά χωριά
2   Τούρκικα χωριά

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΩΡΙΑ-ΑΡΒΑΝΙΤΟΧΩΡΙ (σ.87)
(Ι. Λουκοπούλου-Κ. Ξανθόπουλος, 7/3/68)

Καμιά εικοσαριά λεπτά από τα Μουδανιά, προς το μέρος της Σιγής, ήταν ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριουδάκι, το Αρβανιτοχώρι. Ήταν πολύ κοντά μας, με τα πόδια πηγαίναμε. Πάω στην Αγία Άννα λέγαμε, δεν το λέγαμε Αρβανιτοχώρι. Αγία Άννα ήταν η εκκλησία τους.

Ήταν μικρό χωριό θα είχε 30-40 οικογένειες. Μόνο Έλληνες κατοικούσαν εκεί. Ελληνικά μιλούσαν, ήταν ραγιάδες όπως κι εμείς.

Σχολείο δεν είχε, τα παιδιά κατέβαιναν στα Μουδανιά για να μάθουν γράμματα. Και για να ψωνίσουν στα Μουδανιά έρχονταν, δεν είχαν μαγαζιά δικά τους, μόνο κάτι καφενεδάκια κοντά στη θάλασσα. Φτωχοί άνθρωποι ήταν, εργαζόντουσαν κυρίως στα κτήματά μας. Δυο τρεις ήταν βαρκάρηδες, είχαν βάρκες για σεργιάνι, δεν ψαρεύανε.

Πότε κτίστηκε τ' Αρβανιτοχώρι δεν ξέρω, ήταν πάντως παλιό χωριό όπως και τα Μουδανιά.

Δυο-τρία λεπτά έξω από το χωριό, σ' ένα ύψωμα επάνω, ήταν η Αγία Άννα, εκκλησία κανονική, αρκετά μεγάλη με περίβολο. Πάρα πέρα από την Αγία Άννα ήταν το νεκροταφείο. Η Αγία Άννα λειτουργούσε κάθε Κυριακή, πήγαινε παπάς πότε από τα Μουδανιά και πότε από την Προύσα.

Ένα γύρο στην εκκλησία είχε πλατάνια πολλά, είχε κι ένα εξοχικό καφενεδάκι, πηγαίναμε εκεί συχνά, αυτός ήταν ο περίπατος των Μουδανιωτών.

Η Αγία Άννα είχε και Αγίασμα, ήταν πάρα πέρα σ' ένα υπόγειο, κοντά στο καφενείο. Κατέβαινες κάτι σκαλάκια και το έβρισκες. Έτρεχε άφθονο κι ωραίο νερό. Πήγαιναν πολλοί Μουδανιώτες κι έπαιρναν απ' αυτό. Πήγαιναν κι αμάξια με βαρέλια, τα γέμιζαν και το πουλούσαν.

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΩΡΙΑ-ΝΙΧΩΡΙ (σ.90)
(Ι. Λουκοπούλου-Κ. Ξανθόπουλος, 7/3/68)

Ανατολικά στα Μουδανιά, περίπου μισή ώρα απόσταση, ήταν το Νιχώρι. Δεν ήταν μεγάλο χωριό, το πολύ να είχε εκατό σπίτια.

Τούρκους δεν είχε το Νιχώρι, ήταν καθαρά ελληνικό χωριό. Μιλούσαν ελληνικά όπως κι εμείς. Ήταν παλιό χωριό όπως και τα Μουδανιά.

Είχαν ένα μικρό σχολείο κι εκκλησία, ξεχνώ όμως πως την έλεγαν.

Στο Νιχώρι είχε κάτι λίγα μαγαζιά, είχε δύο μπακάλικα, χασάπικο και δυο τρία καφενεία. Οι μπακάληδες ψώνιζαν από τα Μουδανιά κι από τη Μισόπολη. Μα κι οι Νιχωρίτες όταν ερχόντουσαν στα Μουδανιά ψώνιζαν είδη μπακαλικής. Για ιματισμό πήγαιναν στην Πόλη και στην Προύσα.

Αυτοί ήταν κυρίως ψαράδες, πήγαιναν με τα καΐκια τους και ψάρευαν στους Ελιγμούς.

Είχαμε πολλές σχέσεις μαζί τους, τους παίρναμε εργάτες στα κτήματά μας. Δουλεύανε κυρίως στα κτήματα τα μουδανιώτικα, που ήταν μακριά στα διάφορα χωριά.

ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΧΩΡΙΑ-ΝΤΕΡΕΚΙΟΪ (σ. 92)
(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 20/6/60)

Το πιο κοντινό μας Τουρκοχώρι ήταν το Ντερέκιοϊ, σε απόσταση περίπου 1,5 ώρας από μας, μεσόγειο. Στη θάλασσα δεν υπήρχαν Τούρκικα χωριά.

Αυτοί έρχονταν στην αγορά μας, φέρναν γεωργικά προϊόντα και ψώνιζαν από μας ότι χρειάζονταν. Θυμάμαι, τα πρώτα κεράσια έρχονταν από το Ντερέκιοϊ.

(Ι. Λουκοπούλου-Κ. Ξανθόπουλος, 7/3/68) (σ. 93)

Από τα τούρκικα χωριά που ήταν γύρω στα Μουδανιά, ξέρω αυτά με τα οποία είχαμε δοσοληψίες: Το Γιαλίτσιφλικ, το Γιόργελι, το Αλτίντας, το Τσεπνί και το Φρεγκλί.

Οι Τούρκοι των χωριών αυτών ερχόντουσαν στα Μουδανιά και πουλούσαν τις ελιές τους. Παίρνανε και δάνεια από τους Έλληνες και τα ξοφλάγανε στο μαξούλι, ήταν τίμιοι άνθρωποι. Οι Έλληνες όμως τους εκμεταλλευόντανε, τους έπαιρναν τόκους μεγάλου κι από το μαξούλι τους κράταγαν πάρα πάνω απ' ότι έπρεπε.

Κεφαλ. Ι'-ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ (σ. 94)
(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 20/6/60)

Στην αγορά μας υπήρχαν απ' όλα, αλλά κυρίως για τη μεσαία τάξη και κάτω. Η ανώτερη τάξη κάθε λίγο και λιγάκι ήταν στην Κωνσταντινούπολη για ψώνια: φορέματα, παπούτσια ...

Τα Μουδανιά, όπως είπαμε (βλέπε και «δελτίο με ποικίλο περιεχόμενο» του ίδιο πληροφορητή), ήταν ενδιάμεσος σταθμός μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Προύσας κι έτσι περνούσαν από μας κάθε λογής εμπορεύματα. Τα περισσότερα άλευρα, φρούτα, βούτυρα, κρέατα, λαχανικά έρχονταν από την Προύσα. Από την Πόλη έρχονταν τα είδη ενδυμασίας.

Πετρέλαιο ερχόταν κατευθείαν στα Μουδανιά από το Βατούμ. Εκεί ξεφόρτωνε το πλοίο και δια του σιδηροδρόμου καθώς και με κάρα διοχετεύονταν στην Προύσα, Ινέγκιολ, Μιχαλίτσι και τα χωριά τους. Από κει πάλι φέρναν ξυλοκάρβουνα, στην εποχή τους διάφορα φρούτα, καρπούζια, πεπόνια και παίρναν πίσω με το ίδιο μέσο πετρέλαιο.

Όλη η παραγωγή του κόλπου της Βιθυνίας σε κουκούλια, από την Κίο, Σιγή, Τρίγλια, ακόμα και Πάνορμο διοχετεύετο στα Μουδανιά. Οι Σιγηνοί και οι Τριγλιανοί έρχονταν στην αγορά μας και για τα καθημερινά ψώνια τους. Με την Κίο συνέβαινε το εξής: Ήταν σηροτροφικό κέντρο κι εκεί, όχι όμως για την επεξεργασία των κουκουλιών τόσο όσο για την παραγωγή του σπόρου. Ασχολούντο επιστημονικά με τούτη τη δουλειά, έπρεπε να περάσουν από μικροσκόπιο οι σπόροι. Είχαν σπουδάσει αυτή την τέχνη ειδικοί κι έτσι είχε εγκατασταθεί εκεί η μεγαλύτερη αγορά σπόρου.

Παίρναν κι οι άλλοι παίρναμε κι εμείς. Άλλες εμπορικές δοσοληψίες δεν είχαμε με την Κίο. Το ίδιο πλοίο της γραμμής που περνούσε από μας περνούσε κι από κείνους.

Αστακούς και ψάρια μας φέρναν από την Καλόλιμνο. Είχαμε κι εμείς ψάρια: παλαμίδες, λαυράκια, αλλά η Καλόλιμνος ήταν κατ' εξοχήν ψαρότοπος και αφθονούσαν οι αστακοί. Φέρναν τα ψάρια, τους αστακούς και ψώνιζαν από μας, ψώνιζαν όμως κι από την Πόλη.

ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ (σ.97)
(Αργίνη Ζάγορα-Νικ. Γαϊτάνος, 20/6/60)

Τα Θεοφάνεια ήταν μια γιορτή που εορτάζαμε με πολλή μεγαλοπρέπεια. Για την τελετή της κατάδυσης του σταυρού κατέβαινε κόσμος κι απ' την Προύσα να την παρακολουθήσει.

Είχαμε πολλά καΐκια στα Μουδανιά. Εκείνη την ημέρα συγκεντρώνονταν όλα, βαπόρια, βάρκες σημαιοστολισμένα στο λιμάνι και περίμεναν. Μετά τη λειτουργία οι παπάδες -πολλές φορές με το Μητροπολίτη- μπαίνανε σ' ένα πλοίο και ξανοίγονταν λίγο, με τον σταυρό. Ύστερα σταματούσαν, και τον έριχναν στη θάλασσα. Αυτό περίμεναν και οι βουτηχτές. Βγάζανε τις γούνες τους-χιόνιζε καμιά φορά-τις πετούσαν και πέφτανε στο νερό.

Μάλλωμα μεσ' το νερό, σπρωξίματα, πράγματα ποιος να πρωτοπάρει το σταυρό. Όταν τον παίρναν, τον παρέδιδαν στην εκκλησία. Έπειτα ο παππάς με τον 1ο, τον δεύτερο και τον τρίτο βουτηχτή γύριζαν τα σπίτια και άγιαζαν. Παντού τους κερνούσαν και τους δίνανε λεφτά. Εκτός απ' την τιμή είχανε και οικονομικό όφελος έτσι.

ΤΑ ΦΩΤΑ (σ. 99)
(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 20/6/60)

Τα Θεοφάνεια γινόταν η μεγάλη τελετή της καταδύσεως του Σταυρού. Κατέβαιναν κι από την Προύσα να παρακολουθήσουν. Ως παραθαλάσσιοι είχαμε πολλά καΐκια κι αυτά συγκεντρώνονταν στην περιοχή της παραλίας, όπου ήταν ο Αγ. Γεώργιος, σημαιοστολισμένα.

Πρώτα γινόταν η τελετή στην εκκλησία, κατέβαιναν έπειτα όλοι κάτω κι οι παπάδες μπαίναν σ' ένα πλοίο, ανοίγονταν λίγο από την παραλία, διαβάζαν το Ευαγγέλιο και ρίχναν το Σταυρό. Θυμάμαι που χιόνιζε συχνά κι οι νεαροί, με το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε ...» πετούσαν τις γούνες και πέφταν στη θάλασσα. Μαλώναν ποιος θα πιάση το Σταυρό, καυγάς μεγάλος γινόταν μες στη θάλασσα, σπρωξίματα, παραλίγο να πνιγούν.

Κατόπι παίρναν το Σταυρό, αυτός που το είχε βρει κι η παρέα του, δυο-τρεις, μαζί κι ο παπάς και γυρίζαν τα σπίτια, αγιάζαν και μαζεύαν χρήματα. Εκτός δηλαδή από την τιμή γιαυτόν που εύρισκε το Σταυρό ήταν και το συμφέρον.

Κεφ. ΣΤ'-ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ (σ. 101)
(Αργίνη Ζάγορα-Νικ. Γαϊτάνος, 20/6/60)

Τα Μουδανιά ήταν ο ενδιάμεσος σταθμός μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Προύσας.

Απ' την Προύσα μας έρχονταν τρόφιμα, βούτυρα, γάλατα, κρέατα, φρούτα. Απ' την Κωνσταντινούπολη, είδη ενδυμασίας.

Ολόκληρη η παραγωγή κουκουλιών του κόλπου της Βιθυνίας κατέληγε στα Μουδανιά. Έφερναν κουκούλια απ' την Τρίγλια απ' την Σιγή. Τους σπόρους για τους μεταξοσκώληκες τους φέρναν απ' την Κίο. Ήταν η μεγαλύτερη αγορά σπόρων, σηροτροφικό κέντρο Υπήρχαν ειδικευμένοι άνθρωποι εκεί, που περνούσαν τους σπόρους από μικροβιολογική εξέταση, πριν τους διαθέσουν στο εμπόριο. Την δουλειά αυτή την κάνανε 3-4 άνθρωποι και είχαν οικογενειακή παράδοση.

Από το Βατούμ έρχονταν τα πετρέλαια και διοχετεύονταν μετά στην Προύσα, στο Ινεγκιόλ, στο Μιχαλίτσι. Το μετέφεραν με κάρα που τα σέρναν άλογα ή βουβάλια. Τα κάρα αυτά μας φέρναν ξυλοκάρβουνα, καρπούζια, ή πεπόνια, φορτώναν μετά πετρέλαο κι έφευγαν.

Απ' το Ντερέκιοϊ, το πιο κοντινό μας Τουρκοχώρι, 1-2 ώρες μακρυά, και μεσόγεια-δεν υπήρχαν παραθαλάσσια Τουρκοχώρια- μας έφερναν γεωργικά προϊόντα. Τα πρώτα κεράσια, θυμάμαι, απ' εκεί μας έρχονταν. Και κείνοι πάλι ψώνιζαν από μας είδη ιματισμού, μπακαλικής κλπ.
Στο εξωτερικό δηλ. στη Ρουμανία και στη Ρωσσία στέλναμε ελιές. Είχαμε πάρα  πολλές.

Φρούτα πολλά είχαμε μα ήταν για εντόπια κατανάλωση. Που και που στέλναμε και στην Κων/πολη. Η Προύσα όμως είχε καλλίτερα φρούτα απ' τα δικά μας, έκανε συστηματική καλλιέργεια.

Τα διάφορα είδη ιματισμού, η ανωτέρα τάξη τα ψώνιζε απ' ευθείας απ' την Κων/πολη. Ρούχα, και άλλα κοσμήματα και λούσα. Απ' τα Μουδανιά μέσα ψώνιζαν ο φτωχοί, η μεσαία τάξη και τα γύρω κοντινά τουρκοχώρια, τέτοια είδη.

Επίσης οι Έλληνες είχαν τα καφενεία και τα ξενοδοχεία επάνω στη θάλασσα, κατέβαινε από την Προύσα κόσμος και παραθέριζε. Υπήρχε μεγάλη κίνηση.

Στις δουλειές των Ελλήνων οι εργάτες και οι υπάλληλοι ήταν Έλληνες, αλλά οι χαμάληδες στην αποβάθρα, στο τελωνείο, ήταν Τούρκοι.

Είχαν και καΐκια οι Μουδανιώτες που μεταφέραν κυρίως μεταξύ Πόλης και Μουδανιών εμπορεύματα. Τα πλείστα ήταν 10-15 τόννων, ιστιοφόρα. Αργότερα, μετά τον πόλεμο (1914-1918), βάλαν μηχανές αρκετά. Εκτός απ' αυτά υπήρχαν και πολλά ψαροκάϊκα.

Κεφ. Θ'- ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΩΝ (σ. 105)
(Αργίνη Ζάγορα-Νικ. Γαϊτάνος, 20/6/60)

Ως το 1909 οι Τούρκοι μας σέβονταν πολύ. Από κει κι έπειτα όμως χάλασαν τα πράγματα. Οι Τούρκοι είχαν ξυπνήσει και μας θεωρούσαν εχθρούς, επικίνδυνους. Από μας δεν είχαν πάει να πολεμήσουν στην Ελλάδα.

6 εργοστάσια είχαμε. Απ' αυτά 1 ή 2 ήταν Γαλλικά και τα υπόλοιπα Ελληνικά. Οι Τούρκοι δεν είχαν καθόλου.

Το εμπόριο ήταν σχεδόν στα χέρια των Ελλήνων. Τα πιο πολλά μαγαζιά ήταν ελληνικά. Η χονδρική πώληση των αλεύρων, ζάχαρης, καρυδιών, ορύζης κλπ και στην αγορά της τουρκικής συνοικίας ακόμη είχε ελληνικά μαγαζιά. Τα τούρκικα μαγαζιά ήταν χασάπικα, μανάβικα και μπακάλικα λιανικής πωλήσεως. Οι Έλληνες είχαν Έλληνες υπαλλήλους και εργάτες ακόμα. Οι Τούρκοι κάνανε δουλειές κατώτερες, ήταν χαμάληδες ως επί το πλείστον, στο λιμάνι, στο σιδηροδρομικό σταθμό.

Στην τούρκικη συνοικία ήταν η αγορά τροφίμων, τα εμπορικά στην ελληνική.

Και το εξαγωγικό εμπόριο ως επί το πλείστον Έλληνες το κάνανε. Ελιές και κουκούλια.

ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΙ (σ. 107)
(Ι. Λουκοπούλου-Κ. Ξανθόπουλος, 7/3/68)

Τα Μουδανιά είχαν Τούρκους πολλούς αλλά κατοικο0ύσαν χώρια από τους Έλληνες, Αριστερά της αποβάθρας ήταν δυο τζαμιά και γύρω η τούρκικη συνοικία. Εκεί ήταν η αγορά, το τσαρσί που λέγαμε εμείς. Το τσαρσί είχε τούρκικα και ελληνικά μαγαζιά. Αριστερά της αποβάθρας, παραλιακώς, ήταν η ελληνική συνοικία.

Επί Χαμίτ ζούσαμε καλά με τους Τούρκους. Είμαστε βασιλιάδες, που να τολμήσει ο Τούρκος να έρθει στην ελληνική συνοικία. Εμείς είμαστε εκεί τ' αφεντικά. Είχαμε μεγάλες φιλίες με τους Τούρκους, μας σέβονταν πολύ. Όταν περνούσε ο πατέρας μου από το τσαρσί οι Τούρκοι σηκώνονταν και του έκαναν τεμενάδες «Corbasi geliyoza (=έρχεται τ' αφεντικό) έλεγαν.

Το Πάσχα, τι μεγάλες γιορτές, οι Τούρκοι μας έφερναν γιαούρτια, πορτοκάλια, ότι προϊόντα είχε ο καθένας. Όλοι οι Τούρκοι, με τους οποίους είχαμε δοσοληψίες, μας έστελναν δώρα. Εμένα ο πατέρας μου είχε το μπαλουχανά (Balikhane= λ. τουρκ. σημαίνει κτίριο κοντά στην ιχθυόσκαλα, όπου συγκεντρώνονται τα ψάρια), τον έπαιρνε στη δημοπρασία, αλλά τον έδινε σε Τούρκο και τον εργαζότανε. Αυτός μας έφερνε τα καλύτερα ψάρια ριγάλο. Επίσης, ο καϊμακάμης και γενικά οι αρχές του τόπου έκαναν επισκέψεις στους Έλληνες προύχοντες, πήγαιναν στα σπίτια των Γαϊτάνων, στους Μιχαηλίδηδες και σ' άλλους.

Είμαστε αδελφωμένοι με τους Τούρκους αλλά εμείς στα σπίτια τους δεν πηγαίναμε, ούτε οι γυναίκες μας είχαν επαφή με τις Τουρκάλες, Στις εκκλησίες μας δεν ερχόντουσαν, αλλά σέβονταν τη θρησκεία μας, δε μας ενόχλησαν ποτέ. Είχαμε όλα τα προνόμια.

Οι Τούρκοι των Μουδανιών οι περισσότεροι ήταν νοικοκυραίοι, είχαν δικά τους κτήματα, είχαν μαγαζιά, Υπήρχαν Τούρκοι με μεγάλες περιουσίες, προύχοντες. Δεν είχαν ανάγκη να δουλέψουν σε μας. Εμείς όταν είχαμε ανάγκη από ορισμένους τεχνίτες, όπως γύφτους, υδραυλικούς, καταφεύγαμε σ' αυτούς. Παίρναμε Τούρκους εργάτες για τ' αμπέλια μας όχι όμως Μουδανιώτες, από τα χωριά. Τα δικά μας κτήματα ήταν μακριά, είχαμε έναν κεχαγιά που τα φρόντιζε και κάθε Σάββατο ερχόταν κι έδινε λογαριασμό.

Μετά το Σύνταγμα τα πράματα άρχισαν ν' αλλάζουν, οι Τούρκοι πήραν θάρρος αρχίσαμε εμείς να τους έχομε ανάγκη και να ζητάμε την προστασία τους. Πάντως κακό δε μας έκαναν.

Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ξεσηκώνανε τα χωριά και τα έστελναν εξορία σε τούρκικα χωριά. Από την Τρίγλια τους έστειλαν στο Αρμουτλί. Τα Μουδανιά δεν τα σηκώσανε, μόνο τον πατέρα μου εξορίσανε στην Προύσα το 1918, με δικαιολογητικό ότι τροφοδοτούσε τον ελληνικό στόλο. Ξεσηκώθηκαν όμως οι Τούρκοι Μουδανιώτες κι έτσι δεν άφησαν να τον στείλουν πάρα μέσα, τον κράτησαν στην Προύσα.. Εκεί κυκλοφορούσε ελεύθερα, μόνο που δεν του επέτρεπαν να κατεβαίνει στα Μουδανιά. Κάθε Σάββατο ήταν υποχρεωμένος να δίνει παρών στο βαλή, ο οποίος άλλωστε ήταν και γνωστός του. Κατόπιν που ήρθαν οι Έλληνες τον ελευθερώσανε.

ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΙ (σ. 112)
(Ι. Λουκοπούλου-Μαρίκα Βλαχοπούλου, 21/3/68)

Με τους Τούρκους ζούσαμε αδελφικά. Πριν από το Σύνταγμα η ζωή μας ήταν πολύ αρμονική. Στα Μουδανιά υπερείχε το ελληνικό στοιχείο κι οι Έλληνες είχαμε τα πρωτεία.

Οι παλιοί μας διηγούνταν πως όταν το 1870 κάηκε η ελληνική συνοικία, οι Τούρκοι άνοιξαν τα σπίτια τους και δέχτηκαν όλους τους Έλληνες.
Τους φιλοξένησαν για καιρό μέχρι που ανοικοδομήθηκε ξανά η πόλη. Αυτό, μάλιστα, στάθηκε αφορμή να μάθουν όλοι τούρκικα, οι γιαγιάδες μας τα μιλούσαν αρκετά καλά.

Με τους Νεότουρκους τα πράματα άλλαξαν, αυτοί άρχισαν να φανατίζουν τον τουρκικό λαό. Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά το 1915, μας έφεραν καινούργιο καϊμακάμη, ήταν φανατικός Νεότουρκος.

Μια μέρα ο πατέρας μου πήγαινε σ' ένα κτήμα μας και πέρασε από τον πίσω δρόμο της τουρκικής συνοικίας. Εκεί σε μια πλατεία, τα Εφτά Κυπαρίσσια, είδε Τούρκους μαζεμένους και τον καϊμακάμη να τους βγάζει λόγο.

-   Αρρώστησε η γυναίκα μου, τους έλεγε, και ζήτησα γιατρό. Μου είπαν να πάω στο ρουμ μαχλεσί. Μου έδωκε ο γιατρός φάρμακα, μου είπαν να πάω να τ' αγοράσω στο ρουμ μαχλεσι. Ότι και να ζήτησα μ' έστειλαν στους Ρωμιούς. Θέλησα να κάνω μια συγκέντρωση και δε βρέθηκε άλλο μέρος από τα Εφτά Κυπαρίσσια .....

Ένας Τούρκος αντελήφθη τον πατέρα μου και τον πλησίασε.

-   Φύγε γρήγορα, του είπε, η συγκέντρωση είναι μυστική και θα βρεις το μπελά σου.

Μιλούσε με ύφος αυστηρό κι επιτιμητικό ο καϊμακάμης Τους επιτιμούσε για την εξάρτησή τους από τους Έλληνες.

Μιαν άλλη μέρα ζήτησε η καϊμακαμέσσα να μας κάνει επίσκεψη. Μετά χαράς, της εμήνυσε η γιαγιά μου. Ήρθε λοιπόν στο σπίτι παρέα με άλλες Τουρκάλες. Όταν η μαμά μου τις άφησε για λίγο να πάει να ετοιμάσει τα τραταμέντα, άκουσε την καϊμακαμέσσα να λέει στις άλλες: «Όλα τα έχουν στα χέρια τους οι Ρωμιοί, εμείς είμαστε πίσω πολύ. Τώρα πια θ' αλλάξει η κατάσταση. Δεν θα έχομε στρατό με φέσια, θα φοράνε χακί στολή όπως κι οι άλλοι, θα κάνομε συγχρονισμένο στρατό, μας καθοδήγησαν οι Γερμανοί».

Παρά την ανώμαλη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΊΑ ΧΡΌΝΙΑ, οΙ Τούρκοι οι δικοί μας δεν μας πείραξαν όταν φεύγαμε, ορισμένοι μάλιστα μας φέρθηκαν πολύ καλά.

Ήταν παραμονές του ξεσηκωμού μας, αμπαλάραμε τα πράματα και βλέπομε ένα Τούρκο που ζητούσε τη μαμά μου. Όταν η μαμά παρουσιάστηκε, της έδωσε ένα φάκελο και της είπε: «Αυτό μου το έδωσε τ' αφεντικό, είναι ενοίκια έξη μηνών. Ταξίδι κάνετε και μπορεί να σας χρειαστούνε». Τα χρήματα ήταν από έναν ενοικιαστή μας που καθόταν σ' ένα σπίτι εξοχικό που είχαμε. Ήταν Τουρκοκύπριος, εργαζόταν στο τελωνείο. Όταν πηγαίναμε στο περιβόλι, του κάναμε επίσκεψη. Θυμάμαι ήταν μια πατριαρχική οικογένεια, η μάνα και τα παιδιά έτρεφαν μεγάλο σεβασμό στον οικογενειάρχη.

Μια φορά, με την ελληνική Κατοχή, τους επισκεφθήκαμε. Πιάσαμε κουβέντα για την κατάσταση κι αυτός μας έλεγε: «Γιατί να μας κακοφαίνεται, είναι σαν ένα αντικείμενο ενός φίλου που έφυγε και τ' άφησε κι ήρθε τώρα να το πάρει. Έτσι συμβαίνει και μ' αυτόν τον τόπο, ήταν κάποτε ελληνικός».

Ένας άλλος Προυσαλής, έμπορος, όταν διαλύσαμε το μαγαζί μας, πήρε τα θειάφια. Στην οπισθοχώρηση συνάντησε τον αδελφό μου στην Προύσα και του έδωσε 500 λίρες.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
1.   Τοπική Ιστορία
2.   Απηχήσεις ιστορικών γεγονότων

ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (σ. 118)
(ΜΠ. Νικηφορίδης-Νικόλαος; Γαϊτάνος, 20/6/60)

Με τους Τούρκους ως το 1912 πηγαίναμε καλά. Έπειτα όμως ξύπνησαν και μας θεωρούσαν εχθρούς, όταν πάθαν την ήττα των Βαλκανικών πολέμων, γιατί είχαμε εκδηλωθεί κι εμείς.

Στο μεγάλο πόλεμο δεν εξοριστήκαμε. Με την ανακωχή, το 1918 ή 19, είχε αποφασιστεί να γίνει μια κίνηση για να ενωθούν εκείνα τα παράλια με την Ελλάδα. Το Πατριαρχείο έστελνε πατριαρχικούς αντιπροσώπους να εξεγείρουν τον πληθυσμό, να γίνει μια κίνηση για την ένωση.

Ο πατέρας μου, ο οποίος έκανε τον παλληκαρά και είχε μεγάλη πατριωτική δράση, εξελέγη από το Πατριαρχείο να κηρύξη την ένωση των Μουδανιών με την Ελλάδα. Συνεννοήθηκε με τους προύχοντες και τους κατοίκους κι έγινε μια αυγκέντρωση στον Άγιο Γεώργιο και ομοφώνως εκήρυξαν την ένωση της περιοχής με την Ελλάδα.

Εν τω μεταξύ, όταν διαλύθηκε ο τουρκικός, είχαν δημιουργηθεί κάτι ανταρτικά τμήματα, οι τσέτες, αλλά δεν βρίσκονταν σε μεγάλη δράση. Κι όταν, μετά την ανακήρυξη της ένωσης, έφτασε αγγλικός στόλος και αποβίβασε άγημα, τότε οι κάτοικοι αναθάρρησαν κι εξετέθησαν. Άρχισαν να μη λογαριάζουν του Τούρκους.

Έμειναν εκεί κανά δυο μήνες οι Άγγλοι κι απάνω που είχαν εγκατασταθεί, σηκώνονται και φεύγουν κι αφήνουν τους ανθρώπους εκτεθειμένους.
'Έπιασαν τότε αρκετούς δικούς μας οι Τούρκοι και τους φυλάκισαν στην Προύσα. Ύστερα τους άφησαν.

Πολλοί, τότε, εκτεθειμένοι κατέβηκαν στην Πόλη.

Οι τσέτες μετά την αποχώρηση των Εγγλέζων κατέβηκαν στα Μουδανιά και κάμαν μερικά, κλεψιές κυρίως. Αλλά σ' εμάς υπήρχε αστυνομία και δεν έκαμαν πολλά. Πιο πολύ υπέφεραν η Σιγή, η Τρίγλια. Εκεί γίνηκαν και φονικά.

Κατά την Μικρασιατική εκστρατεία τα Μουδανιά είχαν γίνει μεγάλη βάση ανεφοδιασμού. Στην υποχώρηση ο δρόμος από Προύσα μέχρι Μουδανιά είχε πήξει από χιλιάδες εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα.

ΤΑΒΑΝ ΤΑΜΠΟΥΡΟΥ (Tavan= οροφή, tabur= τάγμα, Tavan taburu ονόμαζαν κατ' επέκταση τους φυγόστρατους που κρυβόντουσαν στις οροφές των σπιτιών) (σ. 121)
(Ι. Λουκοπούλου-Μαρίκα Βλαχοπούλου, 21/3 )

Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο επιστρατεύσανε και τους Έλληνες. Πολλοί Μουδανιώτες, για να μην υπηρετήσουν στον τούρκικο στρατό, έφυγαν κρυφά για την Ελλάδα, Όσοι δεν μπορούσαν να φύγουν κρύβοντα, Πήγαιναν κι έμεναν σε συγγενικά σπίτια που δεν τα υποπτευόντουσαν. Για μεγαλύτερη ασφάλεια τους κρύβανε στα ταβάνια κι από κει βγήκε η λέξη Ταβάν ταμπουρού.

Μια θεία μου έκρυβε έναν ανιψιό της. Αυτή αντί για το ταβάνι, τον έβαζε μέσα σ' ένα κάπι. Κάπια λέγαμε κάτι τεράστια βαρέλια ξίλινα που βάζαμε τις ελιές. Ένα ήταν άδειο από ελιές, είχε μόνον άρμη κι εκεί μέσα τον έκρυβαν. Του είχαν γεμίσει μια σκάφη και δυο ξύλα για κουπιά και καθόταν μέχρι που να περάσει ο κίνδυνος.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΕΛΑΒΑΝ ΧΩΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ Α' ΠΑΓΚ. ΠΟΛΕΜΟΥ
(Ι. Λουκοπούλου-Μαρίκα Βλαχοπούλου, 21/3/68) (σ. 124)

Το 1915 σήκωσαν τον ελληνικό πληθυσμό από την Τρίγλια, τη Σιγή κι από άλλα παρ΄λια μέρη και τον έστειλαν στο εσωτερικό. Τα Μουδανιά δεν τα σήκωσαν. Επειδή όμως γίνονταν συλλήψεις Ελλήνων με το δικαιολογητικό ότι τροφοδοτούσαν τον ελληνικό στόλο, φοβηθήκαμε και φύγαμε.

Ένα γεγονός που μας φόβισε περισσότερο ήταν ότι ήρθαν μια μέρα και συλλάβανε τον πατέρα μου. Μαζί με τον Ξανθόπουλο κι έναν Τούρκο, τον Καλίπ μπέη, τους πήγαν στην Πάνορμο, Εκεί, δικάζανε στο στρατοδικείο ένα Μουδανιώτη, το Νίνο, που είχε ιταλική υπηκοότητα. Το κατηγορούσαν ότι φυγάδευε Έλληνες στρατεύσιμους. Τον πατέρα μου και τους δύο άλλους τους πήραν για μάρτυρες, τους ζήτησε ο ίδιος ο Νίνος. Εμάς δεν μας είπαν τίποτε και 10 ημέρες που τον κρατήσανε ζήσαμε στην αγωνία. Μόλις γύρισε ο πατέρας μου η πρώτη του δουλειά ήταν να φύγει για την Πόλη. Σε λίγες μέρες, ετοιμαστήκαμε κι εμείς και πήγαμε και τον βρήκαμε. Το σπίτι μας το παραδώσαμε σ' ένα φίλο Τούρκο να το φυλάξει, τον Εστρέφ μπέη.

Στην Πόλη πήγαμε με αμάξι. Πήγαμε στην Προύσα κι από κει Κίο, Γιάλοβα, Πόλη. Είχε διακοπεί εκείνες τις ημέρες η ατμοπλοϊκή συγκοινωνία, είχε γείρει το βαπόρι από κάτι τορπίλλες που έρριξαν τ' αγγλικά υποβρύχια. Από την Πόλη ήρθαμε σιδηροδρομικώς στην Ελλάδα. Πριν από μας είχε φύγει η οικογένεια του Γαϊτάνου.

Στα Μουδανιά γυρίσαμε με την ελληνική Κατοχή.

ΙΣΤΟΡΙΑ (σ. 127)
(Αργίνη Ζάγορα-Νικ. Γαϊτάνος, 20/6/60)

Θυμάμαι καλά τα γεγονότα μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το 1918, είχε αποφασιστεί να γίνει μια κίνηση να ενωθούμε μετά της μητρός Ελλάδος, Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως είχε στείλει κόσμο να την προετοιμάσει. Ο πατέρας μου που έκανε τον παλληκαρά, και είχε αναπτύξει μεγάλη πατριωτική δράση, εξελέγη απ' το Πατριαρχείο να κηρύξει την «ένωση».

Για να μην τον πάρουν είδηση οι Τούρκοι νοίκιασε ένα μικρό πλοίο απ' την Πόλη και βγήκε λαθραίως τη νύχτα στα Μουδανιά. Συνεννοήθηκε με τους προύχοντες, έγινε μια συγκέντρωση στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και ομοφώνως κηρύξανε την «ένωση».

4-5 μήνες μετά την «ένωση» μια μοίρα του Αγγλικού στόλου έφτασε στο λιμάνι μας και αποβίβασε άγημα που έμεινε 1-2 μήνες. Οι Εγγλέζοι έμειναν σ' ελληνικά σπίτια και άρχισαν χορούς και διασκεδάσεις. Σιγά-σιγά πήραν θάρρος οι Έλληνες και άρχισαν να φέρονται σα να μην λογάριαζαν τους Τούρκους τσέτες, τ' αντάρτικα δηλαδή που είχαν δημιουργηθεί, λόγω της κατάστασης, μετά την υποχώρηση των τουρκικών αρχών. Μα ένα πρωί οι Εγγλέζοι έφυγαν, και τότε οι Τούρκοι έπιασαν μερικούς Έλληνες και τους φυλάκισαν.

Μετά την αποχώρηση των Εγγλέζων, οι τσέτες μπήκαν στα Μουδανιά, δεν έκαναν όμως πολλά κακά γιατί φοβόνταν τη χωροφυλακή. Δεν σκότωσαν πράγμα που έγινε για αντίποινα στην Τρίγλια και την Σιγή μα έκαναν πλιάτσικο.

Επειδή είχαμε εκτεθεί τότε με τους Άγγλους, αρχίσαμε οι Έλληνες να φεύγουμε στην Κων/πολη. Έπειτα οι περισσότεροι από μας πήγαν στη Ραιδεστό. Στη διάρκεια του πολέμου, τα Μουδανιά ήταν βάση ανεφοδιασμού.

Στην υποχώρηση του στρατού, σ' ολόκληρο το μήκος του δρόμου που ενώνει τα Μουδανιά με την Προύσα υπήρχαν αφισμένα αυτοκίνητα και είδη ανεφοδιασμού.

Είχαμε και ένα Διοικητή, Παχνό, που δεν άφινε κανένα να φύγει, ως την τελευταία στιγμή.

ΑΠΟΒΑΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΩΝ ΣΤΑ ΜΟΥΔΑΝΙΑ (σ.130)
(Ι. Λουκοπούλου-Κώστας Ξανθόπουλος, 7/3/68)

Τέλος Ιουλίου ήταν που ήρθαν οι Άγγλοι κι έκαναν απόβαση στα Μουδανιά. Οι Έλληνες άρχισαν αμέσως να εκδηλώνονται και να πανηγυρίζουν. Πολλοί από τους Τούρκους τους δικούς μας έφυγαν και για ασφάλεια πήγαν στα γύρω τούρκικα χωριά, φοβήθηκαν μήπως τους πειράξουμε.

Ένα εικοσιτετράωρο έμειναν οι Άγγλοι μετά μπήκα πάλι στα πλοία τους κι έφυγαν. Μόλις έφυγαν οι Άγγλοι γύρισαν οι Τούρκοι από τα χωριά. Αμέσως άρχισαν να συλλαμβάνουν αυτούς που εκδηλώθηκαν.

Εγώ τότε βρισκόμουνα στην Πόλη μαζί με άλλους πατριώτες. Πήραμε μήνυμα από τα Μουδανιά όπου μας περιέγραφαν την κατάσταση και μας έλεγαν να πάμε να διαμαρτυρηθούμε. στους Εγγλέζους.

Πήγαμε λοιπόν στους Εγγλέζους και τους εκθέσαμε τα γεγονότα. Οι Άγγλοι ζήτησαν έναν από μας, το Μοσχογιαννίδη, σα διερμηνέα. Την άλλη μέρα το πρωί βρέθηκε ο Εγγλέζικος στόλος πάλι στα Μουδανιά κι έκανε απόβαση. Ένα άγημα ήταν με καμιά τριακοσαριά ναύτες. Είχαν εστραμμένα τα κανόνια τους προς τον τουρκομαχαλά έτοιμα να ρίξουν, έρριξαν μάλιστα κι έναν κανονιοβολισμό στον αέρα προς εκφοβισμόν. Οι Τούρκοι τα χρειαστήκανε, μας παρακαλούσαν να μην τους καταδώσουμε, όσους δικούς μας είχαν συλλάβει τους ελευθέρωσαν. Ορισμένοι Τούρκοι φύγανε πάλι για τα χωριά γι' αυτό οι Εγγλέζοι έβγαλαν προκήρυξη και τους καλούσαν όλους να γυρίσουν πίσω.

Δέκα πέντε μέρες ημέρες κάθησαν οι Εγγλέζοι. Μια μέρα, είμαστε παρέα ο Μοσχογιαννίδης, εγώ και δυο Εγγλέζοι αξιωματικοί. Εκεί που κάναμε περίπατο προς την Αγία Άννα, βλέπομε να έρχονται 3 ιππείς. Σαν πλησιάσανε είδαμε στα πηλήκιά τους το στέμμα, καταλάβαμε πως πρόκειται για Έλληνες στρατιώτες, άλλωστε τους περιμέναμε, μόνο που δεν γνωρίζαμε πότε ακριβώς θα ερχόντουσαν. Μας ρωτήσανε αν είναι ελεύθερος ο δρόμος προς το διοικητήριο και φύγανε. Ήταν ανιχνευταί.

Σε λίγο έφθασαν στα Μουδανιά καμιά τριακοσαριά ιππείς. Κατέλαβαν το διοικητήριο, από κείνη τη στιγμή κατέβηκε η αγγλική σημαία κι ανέβηκε η ελληνική. Έκτοτε είχαμε ελληνική κατοχή, οι Εγγλέζοι έφυγαν. Αρχές Αυγούστου του 1919 ήταν που ήρθαν τα ελληνικά στρατ6εύματα. Ήρθε στρατός πολύς, είχαμε φρούραρχο, διοικητή.

ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (σ.135)
(Αργίνη Ζαγόρα-Νικ. Γαϊτάνος, 20/6/60)

Οι περισσότεροι συμπατριώτες μου, εργατικοί και ψαράδες βρίσκονται εγκατεστημένοι στα Νέα Μουδανιά της Εύβοιας.
Εκεί είναι και ένας Μούτσος Θωμάς, θαλασσοπόρος.

Η αστική τάξη είναι εγκατεστημένη, εδώ στην Αθήνα και έχει και αρκετούς στη Θεσσαλονίκη.

(Μπ. Νικηφορίδης-Νικόλαος Γαϊτάνος, 20/6/60) (σ. 136)

Από τους Μουδανιώτες οι περισσότεροι εργατικοί, οι ψαράδες, ο λαός έχουν εγκατασταθεί στα Νέα Μουδανιά της Χαλκιδικής.

Οι περισσότεροι αστοί βρίσκονται εδώ, στην Αθήνα, και στη Θεσσαλονίκη.