* * * Αγαπητοί Πατριώτες, θα ήταν θαυμάσια ενέργεια να κάνετε εγγραφή, ώστε να συμμετέχετε ως μέλη μας, στην προσπάθεια αυτή.* * * Αν, είστε ήδη μέλη μας, συνδεθείτε με τον λογαριασμό που έχετε.* * * Ευχαριστούμε.* * *

ΤΡΙΓΛΙΑΝΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ - ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΛΑΔΟΠΟΥΛΟΥ - 7. ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ

Ξεκίνησε από Βασίλης Σακελλαρίδης, 01 Μάρτιος 2022, 12:50:50 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

0 Μέλη και 1 Επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Βασίλης Σακελλαρίδης

Βασίλης Σακελλαρίδης

7. Πανηγύρι τον Αύγουστο

Μελτέμι Αλλαγής, 71 (Σεπτέμβριος 1985), σ. 2

Είναι 6 Αυγούστου πολύ πρωί, χαράματα. Ο κεντρικός δρόμος του χωριού, ο οποίος οδηγεί προς την Πλατανία και στη συνέχεια στα δυτικά, προς τα κτήματα, είναι γεμάτος από κόσμο που πηγαίνουν να γιορτάσουν στη μονή του Σωτήρος Χριστού, την Αγια-Σωτήρα.

Όλοι έχουν φορτώσει τα χρειαζούμενα απάνω στα γαϊδουράκια τους (το Ι.Χ. της εποχής). Τα παιδιά πηγαίνουν μπροστά, τραγουδώντας χαρούμενα. Οι πιο μεγάλοι συζητούν διάφορα Θέματα, περπατώντας στη δροσιά του πρωινού.
Δύο γειτόνισσες, η κυρα-Αθηνά και η κυρα-Καλλιόπη, πηγαίνουν κοντά - κοντά και λένε κι αυτές τα δικά τους.
Καλλιόπη: Μα να, μαρή Αθηνά, ξέχασα να πάρω το καφεκούτι. Έπιασα να το γιομίσω αποβραδίς, που έλεσα κομμάτι καφέ, και το 'βανα πάλε απάνου στο ταμπλαμπάζι. Θα ζητήσει καφέ ο δικός μου, μετά ντη Λειτουργία, και ποιος ντον ακούει.
Αθηνά: Σους, μαρή ζεβζέκα, που πυχίζεσαι με το τίποτα. Αφού ,α κάτσουμε μαζί. Εγώ έβανά τα αποβραδίς στο δεσάκι, μαζί με τη ζάχαρη και ντο τσεσβέ, και καλόθεσά τα. Έβανα μαζί και τα καλά τα φλιτζάνια, που γράφουν απάνου «Φύσα - Ρούφα».(σσ. Διακόσμηση σερβίτσιου που υπήρξε πολύ δημοφιλής στην Τριγλιά).
Καλλιόπη: Μα να, που να σε κάνει κάμωμα, δεν τα λυπάσαι, μαρή, μη σπάσου; Κείνος ο δικός σου, ο Τζιβάνης, άμα πιει κομμάτι ρακόπλο, δε θ' αφήσει τίποτα γερό. Να τα κρύψεις καλά ύστερα.
Αθηνά: Δε με λες, τι καλά πήρες μαζί σου; Εγώ πήρα ντο χιλιόκαλο. Σήμερα, που τρώνε και ψάρια, έχω κάμποσα μαζί μου. Αγόρασά τα εχτέ το κεντί από ντο Λωνίδα ντο Λιοντή. Έκανά τα τηανητά, έναι κουτσουρίνες και σκουμπρόκλα. Και για δε, έκοψα και κείνηνα ντην όρνιθα τη γυμνολαίμα, ντη γρουσούζα, που δε μ' άφηνε λουλούδι στο μπαξέ και είχε και αβγοφά. Ντην έκανα παραγεμιστή. Έκανα και κάμποσα λαλάγγια και τα περέχεσα με το ίψημα, γιατί τ' αρέσει ο Τζιβάνης μου.
Καλλιόπη: Άντε, μαρή ξίκισσα, παρόρι, τόσα φρούτα κι έκατσε κι έκανε και λαλάγγια!
Αθηνά: Περιμένω να με πεις εσύ τι καλά 'τοίμασες για σήμερα...
Καλλιόπη: Ε, να, ό,τι βρέθηε. Έβρασα πέντε - δέκα αβγά, έκανα κάμποσα κεφτέρια, γέμισα το καβέτο ελιές, έβανα στο σεφέρτασι το λαδόξιδο με τα γαράτα. Πήρα και κομμάτι τυρί, που το 'κανα από ντη κατσίκα μας, πήρα κι απέ ντο Μαβιλή κάμποσα παούρια κι έβρασά τα. Πήρα κι ένα μπουκαλόπλο ρακί. 'Α περάσουμε κι απέ το χωράφι που έχουμε στα Γιάννικα, να κόψουμε και κάμποσα απίδια. Ε, δεν φτάνου αυτά;
Αθηνά:Εγώ πήρα πιο πολλά, γιατί τα παιδιά μου έναι φαανά. Κείνο το Κωτσό μου, μαρή, τι να σε πω, κιορ μποάζι. Τρώει ένα πατμάνι και στο τέλος σηκώνεται μ' ένα φελί ψωμί στο χέρι και φεύγει. Χορτασμό δεν έχει.
Καλλιόπη: Είπες Κωτσό, μαρή Αθηνά, και θυμήθηα το προψεσινό, με ντο Κωτσό της Ανάστας.
Αθηνά: Ναι, μαρή, είδες; Και 'γώ θαρρούσα που ήντο στην Αμερική φευγάτος. Και κείνη ντον είχε κρυμμένο έξι μήνες.
Καλλιόπη: Ντον είχε χωμένο απάνω στο σερβανί. Να δεις, μαρή, πώς το λένε... Α, ναι, «ταβάν ταμπουρού». (σσ. Αναφορά στα «τάγματα του ταβανιού», τους πολυάριθμους Ρωμιούς που κρύβονταν στα πατάρια των σπιτιών για να αποφύγουν τη στρατολόγησή τους από τις οθωμανικές αρχές, ειδικά στα τάγματα καταναγκαστικής εργασίας «αμελέ ταμπουρού»).

Ο δικός μου λέει τσάκωσάν ντονα ντην ώρα που ξέβηε να πάει στο γιαλό, να σέμπει στου Κασούρη το μοτόρι,(σσ. Το μοτόρι του Κασούρη έμελλε να στείλουν οι Τριγλιανοί στην Κωνσταντινούπολη τον Αύγουστο του 1922 στον συμπατριώτη τους εφοπλιστή Φίλιππο Καβουνίδη ζητώντας του να οργανώσει τη φυγή τους από το χωριό, ώστε να σωθούν από τη συντελούμενη Καταστροφή) που θα πήαινε στην Πόλη. Ήντο ο μουντούρης και δύο ζαπτιέδες. Αμέσως, μαρή, πέρασάν ντονα τους κελεψέδες, έβανάν ντονα στη μέση και τραβήξανε για το κονάκι.
Να τους έβλεπες -κορδωμένοι σα ντα λισκαρομάνικα και οι τρεις. Και ντο Μανόλη(σσ. Διαβόητος ληστής της περιοχής) να πιάνασι, έτσι δε θα καμαρώνασι.
Ο Θεός να βάλει το χέρι ντου.
Αθηνά: Με ντη κουβέντα, ήρταμε χωρίς να το καταλάβουμε. Να, ούτο το μπαΐρι άμ' ανέβουμε, εφτάσαμε.
Καλλιόπη: Δε με λες, μαρή, ούτοι με τις λατέρνες πότε ήρτασι; (σσ. Οι Τριγλιανοί διασκέδαζαν πολύ με λατέρνες στην Τριγλιά, όπως και αργότερα στη Ραφήνα) Απέ τα μαύρα μεσάνυχτα; Και ποιοι έναι;
Αθηνά: Καλά, μαρή, δεν τους ξέρεις; Απέ πού σε φέρανε; Ποιοι έχουν τις λατέρνες; Οι Καμίνηδες, ο Ιμπιρλής, ο Κιώτης... Άμα αρχίζου να παίξου, όρεξη να 'χεις να χορεύεις.
[Μετά το τέλος της Λειτουργίας και κοντά στο μεσημέρι το γλέντι έχει ανάψει για τα καλά. Οι λατέρνες παίζουν στο φόρτε και οι πιο μερακλήδες έχουν αρχίσει τον χορό. Οι δύο οικογένειες, από ,κεί που έστρωσαν τις βρανιές και τις λανάτες για να κάτσουν να φάνε, παρατηρούν τους χορευτές.]
Καλλιόπη: 'Κεί, για δε, μαρή, που χτυπού τα πόδια ντουνα και σηκώνου τόζι. Άντε, φάτε γρήγορα, να τα σηκώσω, να μη γεμίσου χώμα τα φαγιά.
Χρυσόστομος: Σους, μαρή, και δρολίκωνε 'κειπέρα. Και φέρε και το άλλο το μπουκάλι με το ρακί, να σε δείξω εγώ τι σόι χορεύου. Άντε, Τζιβάνη, σηκώνου.
Αθηνά:Ασ' τονα, μπρε Χρυσέ, δε ντονε βλέπεις που έναι μεθυσμένος;
Τζιβάνης [αγριοκοιτάζοντας τη γυναίκα του]: Σους, μαρή σφούγγια, να μη σε δώσω καμμιά ξεστρεμμένη μες στους τσενιέδες, και σε πάρου τα ιψήματα, που ,α με πεις και μεθυσμένο. Άντε, Χρυσέ, πάμε, και παίξου το πολίτικο το συρτό.
[Οι δύο άντρες σηκώνονται και προχωρούν προς τους χορευτές, παρα- πατώντας κάπου κάπου.]
Καλλιόπη: Μα να, 'δώ να, για δείτε κεπαζελίκια πράματα, τα νταντούλια και τα δύο, που 'α ξεείρου να πέσου, να σκοτωθού.
Αθηνά: Μπρε Κωτσό, πάρε και το Γιωργό και πανείτε να γεμίσετε το λαΐνι κομμάτι φρέσκο νερό, να ψήσουμε και κανέ καφέ να πιούμε, να πιου και οι μπαμπαλιοκαμένοι σας, να ξεμεθύσου.
[Μία ώρα πριν δύσει ο ήλιος γυρίζουν οι άνδρες, χαρούμενοι και κεφάτοι.]
Χρυσόστομος: Άντε, μαρή Καλλιόπη, βάλε κάμποσα τσούρτα ν' ανάψου, και ψήσε κανέ καφέ να πιούμε. Κι ύστερι μαζέψτε ντη καρτσολή σας, να κατηφορίζουμε σιγά-σιγά.
Τζιβάνης: Φωνάξτε και τα νυχτομαζώματά σας, να μη χαθού, που παίζου μες στα ρουμάνια, και αραντίζουμε να τα βρούμε.
[Φορτώνουν τα πράματά τους στα μερκέπια τους και με τη δροσιά γυρίζουν χαρούμενοι στο χωριό. Το πανηγύρι τελείωσε.
Και του χρόνου, με το καλό.]

Αραντίζουμε: ψάχνουμε
Βρανιές: στρωσίδια πατώματος
Γαράτα: παστά ψάρια
δεσάκι: δέμα
δρολίκωνε: τρώγε
έκοψα: έσφαξα
ζαπτιέδες: χωροφύλακες
ζεβζέκα: ανόητη, κουτή
ίψημα: πετιμέζι — «σε παίρνουν τα ιψήματα»: σε παίρνουν τα αίματα
καβέτο: δοχείο φαγητού
καρτσολή: υπάρχοντα
κελεψέδες: χειροπέδες
κεντί: απόγευμα, βραδάκι
κεπαζελίκια: ρεζιλέματα
κεφτέρια: κεφτέδες
«κιορ μποάζι»: τυφλό πηγάδι, που δεν γεμίζει, δεν χορταίνει
Κονάκι: έδρα τοπικών αρχών
λαΐνι: στάμνα
λαλάγγια: τηγανίτες
λανάτες: στρωσίδια
λισκαρομάνικο: είδος σκαπτικού εργαλείου, σε σχήμα κεφαλαίου Π, με τρύπα στη μέση για να περνάει το στειλιάρι, με το οποίο έσκαβαν πισωπατώντας τα αμπέλια και τους μπαξέδες
μερκέπια: γαϊδούρια
μοτόρι: πετρελαιοκίνητο πλεούμενο
μουντούρης: τούρκος αστυνόμος
μπαΐρι: ανηφοριά
μπαμπαλιοκαμένοι: (πειρακτικά)κακοί πατεράδες
νταντούλια: αυτοί που τρεκλίζουν, παραπατούν
νυχτομαζώματα (πειρακτική έκφράση): παιδιά
ξέβηε: βγήκε
ξεστρεμμένη: ξανάστροφη, χαστούκι
ξεείρου: ξεγείρουν
ξίκισσα: αλαφρόμυαλη
παούρια: καβούρια
παρόρι ή παρόρι μουντανιώτικο:
πατμάνι: μεγάλο φορτίο
πυχίζεσαι: συγχίζεσαι
ρουμάνια: τοποθεσίες με πυκνή βλάστηση
σερβανί: κρεβατοκάμαρα
σεφερτάσι: δοχείο μεταφοράς φαγητού
σφούγγια: σφουγγαρόπανο
ταμπλαμπάζι: προεξοχή γύρω από τη φούσκα του τζακιού, όπου τοποθετούνταν διάφορά αντικείμενα
τόζι: σκόνη
τσενιές: κάτω γνάθος, σαγόνι
τσεσβές: μπρίκι του καφέ
τσούρτα: κλαδιά πεύκου, προσανάμματα
φελί: φέτα


Η ευχή «και του χρόνου, με το καλό» μετά το πανηγύρι της Αγια- Σωτήρας στις 6 Αυγούστου του 1922 δεν έμελλε να εισακουστεί. Στις 29 του μηνός η Μικρασιατική Καταστροφή έδιωξε τους Ρωμιούς της Τρίγλιας από τον τόπο τους.
Ο επόμενος Αύγουστος έφερε τους μισούς περίπου στην ανατολική ακτή της Αττικής, όπου θα δημιουργούσαν την Τριγλιά Ραφήνας, ενώ άλλοι πατριώτες τους έδιναν ζωή σε μια Νέα Τριγλιά στη Χαλκιδική. Μαζί τους έφεραν στις νέες πατρίδες την τριγλιανή λαλιά και ορισμένοι καταπιάστηκαν αργότερα να την αποτυπώσουν στο χαρτί, για να παραδοθεί στο μέλλον μαζί με τις ιστορίες και τη σοφία των ανθρώπων που τη μίλησαν...
Ά.Μ.