"Στο φόρουμ μας, αναρτούμε ενημερωτικά θέματα, σχετικά με την ιστορία των Τριγλιανών προγόνων μας, για την ενημέρωση σας,
αφήνοντας ταυτόχρονα μία παρακαταθήκη πληροφοριών, για τις επόμενες γενιές."

"Μια Ελάχιστη Ανταπόδοση Χρέους" στον Φ. Καβουνίδη, του Θ Πιστικίδη

Ξεκίνησε από Ευγενία Μυτιληναίου, 15 Δεκεμβρίου 2022, 05:26:34 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

0 Μέλη και 1 Επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Ευγενία Μυτιληναίου

Ευγενία Μυτιληναίου

Με συγκίνηση διάβασα το βιβλίο «Φίλιππος Ε. Καβουνίδης, Ένας γνήσιος γιός της Τρίγλιας, Θυμάμαι...» που παρουσιάστηκε πρόσφατα στο Δήμο Ραφήνας.
Ο εγγονός του, Φίλιππος Χρ. Καβουνίδης συνέλεξε τις γραπτές αναμνήσεις του πατέρα του Χρυσού, για τις περιπέτειες της οικογένειας του και την ζωή του πατέρα του, Καπετάν Φίλιππου και τις κατέγραψε σε ένα πανέμορφο και πολύ προσεγμένο βιβλιαράκι, που κρύβει μέσα του, μνήμες σκληρές αλλά και πολύ αγάπη και νοιάξιμο για τους συνανθρώπους του.

Χρειαζότανε μια τέτοια έκδοση για τον Καπετάν Φίλιππο.

Με αφορμή το βιβλίο αυτό, θυμήθηκα ένα κεφάλαιο που έχει αφιερώσει ο Θανάσης Πιστικίδης στο βιβλίο του «Τρίγλια Βιθυνίας» στον Καπετάν Φίλιππο και τη βοήθεια (δάνειο) που του έδωσαν οι Ραφηνιώτες σαν «ΜΙΑ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ ΧΡΕΟΥΣ».

Από το βιβλίο του Θανάση Πιστικίδη «Τρίγλια Βιθυνίας»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο
ΜΙΑ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ ΧΡΕΟΥΣ
Τη Μικρασιατική καταστροφή, μαζί μ' όλο τον προσφυγικό κόσμο, που τόσο ακριβά την πλήρωσε, την πλήρωσε κι ο Φίλιππος Καβουνίδης.
Ο άνθρωπος, ο οποίος έσωσε με την αυτοθυσία του χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές, ΑΥΤΟΝ δεν τον έσωσε ούτε η Θεία Πρόνοια. Χτυπήθηκε κι αυτός αλύπητα από τη μοίρα κι ύστερ' από διάφορα ατυχήματα έπεσε ο γίγαντας. Αυτός ο γίγας της ανθρωπιάς, της αυτοθυσίας, της αυταπάρνησης και του πατριωτισμού, βρίσκεται το 1928 στον Πειραιά εξαντλημένος οικονομικά. Πρώτα από μια μεγάλη κατάχρηση, που έκανε εις βάρος του ο Δ/ντής του γραφείου Κωνσταντινούπολης (Γ. Σιγουριτάς), κι ύστερα από τους συνεχείς ανταγωνισμούς των πλοίων του, που δουλεύανε στην ακτοπλοΐα και στη γραμμή Κύπρου - Λιβάνου - Αιγύπτου. Και το χειρότερο, με τον πρωτότοκο αγαπημένο του γιό, τελειόφοιτο της Νομικής άρρωστο (φυματίωση) στην Ελβετία.
Η οικονομική κρίση μαστίζει τους πάντες και τα πάντα. Κρατική πιστωτική πολιτική ανύπαρκτη.
Ο Φίλιππος Καβουνίδης βρίσκει στον Πειραιά έναν Τούρκο νεόπλουτο, νεοεφοπλιστή, που ζητά ν' αγοράσει το α/π «ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΚΑΒΟΥΝΙΔΗΣ», αλλά θέλει να το παραλάβει επισκευασμένο και «εν πλω», όπως λέγεται στη ναυτική γλώσσα. Προκαταβολή δεν προσφέρει, και ο Καβουνίδης σκέπτεται. Σκέπτεται, και να, στο τέλος βρίσκει τη λύση!
Οι Τριγλιανοί στη Ραφήνα έχουν πάρει τις αποζημιώσεις τους κι είναι η πρώτη οικονομική ανακούφιση, που έχουν νιώσει, κι αρχίζει να σπάει η δυστυχία της προσφυγιάς.
Έρχεται ο Καβουνίδης στη Ραφήνα κι εκεί, στο μικρό καφενεδάκι (παράγκα) του θείου Κολιβίδη, που βρίσκεται στο κέντρο σχεδόν της σημερινής πλατείας, μαγεύονται όλοι οι παλιοί συνομήλικοί του πατριώτες και φίλοι. Μ' όλη του την ντομπροσύνη τους λέει τι του συμβαίνει, χωρίς να κρύψει τίποτε. Θυμάμαι ακόμη τα λόγια του στους χωριανούς μέσα στο μικρό καφενείο, όπου του σερβίρισα εγώ τον καφέ, πιτσιρίκος δέκα χρονών και μου χάιδεψε το κεφάλι λέγοντας :
— Μπράβο Θανασό, σήμερα δεν τον έχυσες!
Φαίνεται πως κάποια άλλη φορά του τον είχα χύσει τον καφέ.
Όταν συγκεντρώθηκαν αρκετοί και τον χαιρέτησαν με τη γνωστή προσφώνηση: «Καλώς όρισες, καπετάνιε», άρχισε να τους λέει:
— Χωριανοί. Ο Καβουνίδης που σας μιλάει αυτή τη στιγμή δεν είναι πια ο Καβουνίδης που ξέρατε. Είμαι κι εγώ ένας καταστραμμένος πρόσφυγας σαν όλους σας. Επιπλέον έχω και τον γιό μου, τον Στράτο, άρρωστο στην Ελβετία και δεν ξέρω αν το παιδί μου θα σωθεί. Έχω και δυο βαπόρια με χαλασμένες μηχανές και δεμένα στον Πειραιά: τον «ΕΥΣΤΡΑΤΙΟ» και το «ΤΡΙΓΛΙΑ». Έχω βρει κάποιον Τούρκο στον Πειραιά, που θέλει ν' αγοράσει τον «ΕΥΣΤΡΑΤΙΟ», αλλά τον θέλει επισκευασμένο και «εν πλω». Δεν έχω όμως καθόλου χρήματα για τη δουλειά αυτή κι ούτε οι Τράπεζες αυτή την εποχή δίνουν δάνεια. Εσείς τώρα παίρνετε τις αποζημιώσεις σας κι έχετε όλοι χρήματα. Θα σας παρακαλούσα να μου εμπιστευθείτε αυτά τα χρήματα, να κάμω τις επισκευές, που χρειάζονται για να πουλήσω τον «ΕΥΣΤΡΑΤΙΟ» και θα σας επιστρέφω, τα χρήματα και με τόκο. Στις δύσκολες ώρες του διωγμού, εγώ έκανα το καθήκον μου. Θέλω τώρα κι από σας να με βοηθήσετε.
Ο καπετάνιος τέλειωσε και κάθισε στην καρέκλα του. Οι περισσότεροι γέροντες ήσαν δακρυσμένοι. Ο καφετζής, ο θείος Κολιβίδης μίλησε πρώτος κι είπε στον καπετάνιο πως τα δικά του χρήματα, η δική του αποζημίωση είναι στα χέρια του καπετάνιου.
Ύστερα, στρεφόμενος στους άλλους χωριανούς, τους ρώτησε αν κανείς είχε αντίρρηση να δώσουν όλοι ένα χέρι στον καπετάνιο. Όλοι με μια φωνή, σαν ένας άνθρωπος, άρχισαν να φωνάζουν :
— Ναι καπετάνιο, ό,τι έχουμε είναι δικά σου. Εσύ έσωσες τις ζωές μας και τις οικογένειές μας, οι αποζημιώσεις μας είναι στη διάθεσή σου.
Μερικοί φώναζαν να πάνε, να τις φέρουν εκείνη τη στιγμή.
Ο καπετάνιος, συγκινημένος, τους είπε ότι δεν θέλει τώρα αμέσως τα χρήματα και ότι είναι καλύτερα να το πουν και στους άλλους χωριανούς, που δεν ήσαν στο καφενείο. Τους είπε να τον ειδοποιήσουν την άλλη βδομάδα με τον Ιουστίνο τον Παλικαρά, που κατεβαίνει στον Πειραιά ή με τον Κυριάκο το Δρακούλη, και κατέληξε, ότι: «εγώ θα έλθω όπως ξέρω να τα πάρω».
Ο Ιουστίνος Παλικαράς ήταν εκείνος που πρώτος έφερε καινούριο λεωφορείο στη Ραφήνα με φουσκωτά λάστιχα, ένα περίφημο ΒΕΟ. Ήταν γιός του Αποστόλη Παλικαρά, που είχε καφενείο στην Τρίγλια. Ήταν μορφωμένος κι εργαζόταν στις Οικονομικές Υπηρεσίες του Δήμου Πειραιά με Δήμαρχο τότε τον Τάκη Παναγιωτόπουλο, τραπεζίτη (Τράπεζα Παναγιωτοπούλου) κι αργότερα μεγαλοκαταχραστή (Δήμο και Τράπεζα τα τίναζε όλα στον αέρα). Ο Κυριάκος Δρακούλης εργαζόταν τότε οδηγός στο λεωφορείο εκείνο. Λέω παραπάνω «καινούριο λεωφορείο», γιατί τα παλιά είχαν συμπαγή λάστιχα και τα ταξίδι μ' αυτά ήταν φοβερό.
Ο Καπετάν - Φίλιππος έφυγε, αφού τους ευχαρίστησε κι εκείνοι αμέσως άρχισαν να το συζητούν. Σε δυο-τρεις μέρες όλοι τό 'ξεραν στο χωριό και δέχθηκαν μ' ευχαρίστηση. Από πουθενά δεν ακούστηκε άρνηση ή αντίρρηση.
Σε λίγες μέρες ειδοποιήθηκε ο καπετάν - Φίλιππος κι ήλθε ένα απόγευμα νωρίς στη Ραφήνα.
Τον Καπετάν Φίλιππα τον ήξερα. Ερχόταν πάντα στο δικό μας καφενείο, όταν βρισκόταν στη Ραφήνα από τον Πειραιά, όπου έμενε. Του πήγαινα το καφεδάκι του και καμάρωνα που ήταν φίλος του θείου μου και μαζεύονταν γύρω - τριγύρω όλοι οι παλιοί Τριγλιανοί και μιλούσαν για Τρίγλια και διωγμό και πάντα είχε και για μένα τον πιτσιρίκο μια καλή κουβέντα.
Εκείνο όμως το απόγευμα ο Καπετάν Φίλιππος μου φάνηκε αλλιώτικος. Ύστερα από όσα πριν μια βδομάδα είχα ακούσει από τον ίδιο, και όσα συζητήθηκαν μέσα σ' αυτή τη βδομάδα στο καφενείο, ο Καπετάν Φίλιππος μου φάνηκε σαν κάτι άλλο: ψηλότερος, ομορφότερος, κι όπως το Ραφηνιώτικο αεράκι ανέμιζε τα λίγα ασπρόξανθα μαλλιά του, έδωσε σ' εμένα τον πιτσιρίκο τότε, την εντύπωση του φωτοστέφανου. Μαζί του είχε ένα νεαρό γραμματέα, μια μεγάλη βαλίτσα κι ένα τεφτέρι. Οι πρώτοι Τριγλιανοί, καμιά δεκαριά, ήσαν ήδη στο καφενείο και περίμεναν με μετρητά και ομολογίες, δεμένα σε μικρά μπογαλάκια σ' ένα μεγάλο μαντίλι δεμένο κόμπο. Ο νεαρός γραμματέας άνοιξε το τεφτέρι κι άρχισε να μετρά και να γράφει. Στη δουλειά αυτή τον βοηθούσαν και καναδυό δικοί μας, αν θυμάμαι καλά, ο Νίκος ο Κελάδης, γραμματέας της ομάδας (Κοινότητας) και ο Σωκράτης Πετράκογλης (Κιλάς), έμπορος. Ένα μέρος των χρημάτων ήσαν μετρητά και το μεγαλύτερο σ' ομολογίες των 6% και 8%, όπως τις έλεγαν, (έτσι τις είχε δώσει το Κράτος). Ο γραμματέας σε κατάλληλες στήλες σημείωνε ό,τι έπαιρνε. Ως αργά το βράδυ παρέλασαν όλοι οι Τριγλιανοί κι έφεραν ό,τι είχαν πάρει σαν αποζημίωση. Όταν τέλειωσαν, η βαλίτσα με δυσκολία έκλεισε, γέμισε κι ένας μεγάλος χαρτοφύλακας, που είχε ο καπετάνιος στα χέρια του.
Ο μικρός, που πήγαινε τους καφέδες, τους οποίους συνέχεια κερνούσε ο καπετάνιος, ρουφούσε κυριολεκτικά όλες τις σκηνές εκείνες και σας τις διηγείται τώρα.
Ο καπεταν - Φίλιππος τους εξήγησε ότι η πίστωσή του θα διαρκούσε έξι ως επτά μήνες, τόσο χρειαζόταν η επισκευή. Τους ευχαρίστησε, τους καληνύχτισε και με το ΡΕΟ κατέβηκε στον Πειραιά.
Σ' αραιά διαστήματα ο καπεταν - Φίλιππος ερχόταν στη Ραφήνα, έπινε το καφεδάκι του, τον άργιλέ του, εγώ του πήγαινα φωτιές (κάρβουνα) και τσίμπαγα το διφραγκάκι μου κι ένα χάδι στα μαλλιά. Μιλούσε στους χωριανούς και τους ενημέρωνε και για τη πορεία των επισκευών.
Πριν κλείσουν καλά - καλά οι εφτά μήνες, οι επισκευές των βαποριών είχαν τελειώσει. Το «ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ» πουλήθηκε στον Τούρκο εφοπλιστή, το «ΤΡΙΓΛΙΑ», που για χρόνια εξυπηρετούσε τη γραμμή Σαρωνικού, δρομολογήθηκε αργότερα στη γραμμή Θες/νίκη - Πέραμα - Μπαξέ Τσιφλίκι. Και μόνο τ' άρρωστο παλικάρι του καπετάνιου δεν μπόρεσε να σωθεί. Τ' άψυχα επισκευάστηκαν και κινήθηκαν, το παλικάρι όμως ήταν γραφτό να μην επιζήσει. Ήταν απερίγραπτη η οδύνη κι θλίψη του σιδερένιου αυτού ανθρώπου.
Και ένα απόγευμα, πάλι νωρίς, στο ίδιο καφενείο, στο ίδιο τραπεζάκι, με τον ίδιο γραμματέα και με την ίδια παραφουσκωμένη βαλίτσα, ο Καπετάν - Φίλιππος, αφού είχε ειδοποιήσει για τον ερχομό του τους χωριανούς, άρχισε να μετράει στον καθένα τα μετρητά του και τις ομολογίες του.
Στο βιβλίο του είχε γράψει και τον ανάλογο τόκο. ΚΑΝΕΝΑΣ, όμως δεν δέχθηκε.
— Όχι καπετάνιε, κάναμε κι εμείς μια φορά το χρέος μας απέναντι σου.
Αν θυμάμαι καλά, το ύψος εκείνου του δανείου ήταν γύρω στις επτακόσιες χιλιάδες δραχμές ΤΟΤΕ. Ένα δάνειο, έτσι, χωρίς τραπεζίτες και συμβολαιογράφους, μια πράξη ανθρώπινη, χωρίς απόδειξη, χωρίς συναλλαγματικές, χωρίς επιταγές χωρίς συμφωνητικά και γραπτές προθεσμί¬ες, χωρίς καμιά γραφειοκρατική διατύπωση, μια πράξη ντόμπρων ανθρώπων, μια πράξη όπως ήξεραν να την κάνουν εκείνοι οι άνδρες και να κρατούν το λόγο τους.
Ήταν μια ελάχιστη ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ ΧΡΕΟΥΣ.


Υ.Γ. Στην ανάρτηση του Αντώνη Λαζαρή, 13 Νοεμβρίου του 2016, μαζί με πληροφορίες για τον Φἰλιππο Καβουνίδη, θα δείτε και φωτογραφίες της οικογένειας του.
(https://triglianoi.gr/index.php?topic=1533.0 )