* * * Αγαπητοί Πατριώτες, θα ήταν θαυμάσια ενέργεια να κάνετε εγγραφή, ώστε να συμμετέχετε ως μέλη μας, στην προσπάθεια αυτή.* * * Αν, είστε ήδη μέλη μας, συνδεθείτε με τον λογαριασμό που έχετε.* * * Ευχαριστούμε.* * *

ΚΜΣ-ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΣΙΓΗ ΒΙΘΥΝΙΑΣ

Ξεκίνησε από Μάκης Αποστολάτος, 24 Ιουνίου 2021, 09:35:05 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

0 Μέλη και 1 Επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Μάκης Αποστολάτος

Μάκης Αποστολάτος

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Συνεχίζεται η παρουσίαση της Προφορικής Παράδοσης από το αρχείο του ΚΜΣ, με τον παραλιακό οικισμό ΣΙΓΗ, που είναι ανατολικά και πολύ κοντά στην Τρίγλια (σημερινή ονομασία Kumyaka). Το υλικό συλλέχθηκε από ένα πληροφορητή το 1959 και έχει ενδιαφέρον αφού γεννήθηκε το 1882 στη Σιγή και έζησε εκεί το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου μέχρι το 1923 οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ενδιαφέρον έχουν και οι πληροφορίες του 1) για τις δύο εκδόσεις του ονόματος του οικισμού, 2) για την εκκλησία των Ταξιαρχών που κτίστηκε τον 8ο αιώνα, αλλά και 3) για τη δημιουργία του παραλιακού οικισμού στη συγκεκριμένη θέση.

Τμήμα χάρτη Ι. Κοκκινίδη σε μεγέθυνση

ΣΙΓΗ

ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ

Η συλλογή έγινε από το συνεργάτη του ΚΜΣ Μπάμπη Νικηφορίδη τον Απρίλιο 1959 στην Αθήνα.

Το υλικό προέρχεται από ένα πληροφορητή, τον Παύλο Κατσιρέλη, ο οποίος γεννήθηκε στο Σιγή το 1882. Ο παππούς του καταγόταν από τ' Άγραφα και είχε μεταναστεύσει στη Σιγή. Ο πατέρας του, που είχε γεννηθεί στη Σιγή, ήταν έμπορος εκεί, απότυχε στο εμπόριο και ήρθε στην Αθήνα όπου την τέχνη του σποροποιού, όχι εμπειρικά αλλά επιδημιονικά, με το μικροσκόπιο! Μετά επέστρεψε στη Σιγή και εξασκούσε το νέο επάγγελμα στο χωριό αυτό και στα περίχωρα.

Τα πρώτα γράμματα ο πληροφορητής διδάχτηκε στη γενέτειρά του, φοιτώντας στις 6 τάξεις του δημοτικού κι Ελληνικού σχολείου.

Στη Σιγή έμεινε ως τα 1900 και κατόπιν έφυγε και πήγε στην Πόλη, όπου εργάστηκε στην αρχή ως υπάλληλος και μετά σαν έμπορος λαδιών και ελαιών. Εχρημάτισε και σύμβουλος-επιμελητής, επί δύο χρόνια, στα Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα. Από ανάμεσα πηγαινοερχόταν στη Σιγή και στις 27 Νοεμβρίου 1911 παντρεύτηκε στο χωριό. Η γυναίκα του είναι επίσης από τη Σιγή. Έχει τέσσερα κορίτσια, όλα παντρεμένα εδώ.

Στα 1914-1915 πήγε στρατιώτης, στο πεζικό, αλλά υπηρέτησε μόνο τρεις μήνες, γιατί κατόπι έπαιρνε όλο αναρρωτικές άδειες. Είχε γνωστούς γιατρούς κι αυτοί του βάζαν ενέσεις και του κάναν αποστήματα. Κανείς γιατρός, ούτε ο Γερμανός του τουρκικού στρατού, δεν κατάλαβε ότι τα αποστήματα ήταν τεχνητά, κι έτσι όλο τον πόλεμο ήταν στρατιώτης αλλά πλήρωνε λίρες, παρουσίαζε ψεύτικες αρρώστιες, έπαιρνε άδειες και γλύτωσε.
Το Φεβρουάριο του 1923 έφυγε από την Πόλη και ήρθε εδώ, όπου ασχολήθηκε και πάλι με το εμπόριο των λαδιών και των ελιών, αλλά δεν ευδοκίμησε και μεταπολεμικά παράτησε εντελώς το εμπόριο.

Διετέλεσε εδώ και Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταλλαγής του χωριού του, που την αποτελούσαν, μαζί μ' αυτόν, άλλοι δύο.

Είναι από τους αριστίους πληροφορητές. Μακάρι να υπήρχαν σαν κι αυτόν πολλοί. Πρώτα απ' όλα έφυγε μεγάλος από την πατρίδα και είναι σε θέση να γνωρίζει σχεδόν ότι την αφορά. Δεν είναι πολύ μορφωμένος, ώστε να νοθεύει τις πληροφορίες του με διάφορα αναγνώσματα, ούτε όμως αι αγράμματος ώστε να μην μπορεί να κρίνει και να βγάλει ορθά συμπεράσματα.

Είναι προθυμότατος και συνεργάζεται πειθαρχώντας στην καθοδήγηση του συνεργάτη. Επίσης είναι θετικός στις πληροφορίες του και ποτέ δεν αυτοσχεδιάζει. Η κουβέντα του δεν είναι ξερή, αλλά μάλλον γλαφυρή. Συχνά αναβρύζει από το λόγο του εκείνη η γλυκύτητα, που παρουσιάζουν κατά κανόνα οι Βιθυνοί, και το πράο ύφος.

Μένει στην Καλλιθέα.


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΘΕΜΑΤΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΚΕΦΆΛΑΙΟ Α' 1. Όνομα
      2. Δελτίο της Χαρτογραφικής Υπηρ. του ΚΜΣ (Γεωγρ.Τοποθέτηση)
      3. Ένταξη του Οικισμού
      4. Τουρκική Διοίκηση
      5. Εκκλησιαστική Εξάρτηση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β' Κάτοικοι
      Γ' Γλώσσα
      Δ' Δελτία με ποικίλο περιεχόμενο
      Ε' Γεωγραφικά Στοιχεία
      ΣΤ' Λαξευτές Σπηλιές
      Ζ' Τοπωνύμια
      Η' Εσωτερική μορφή του χωριού
      Θ' Κοντινοί και μακρινοί Οικισμοί
      Ι' Σχέσεις και Συναλλαγές του Οικισμού


Κεφ. Α' ΟΝΟΜΑ (σ. 9)

Το όνομα  του  χωριού μας εμείς οι Έλληνες Σιγή το λέγαμε .Τώρα άλλοι το γράφουν με Υ και άλλοι με Ι. Εκείνοι που το γράφουν με Υ λένε ότι παράγεται από το συκή, γιατί αυτού που έκτισε ο Ιουστινιανός την εκκλησία ήταν, λένε, συκιές πολλές ένα γύρω, τ' ονόμασε Συκή το μέρος στην αρχή κι ύστερα έγινε Συγή. Ο άλλοι πάλι που το γράφουν με Ι δεν ξέρω κι εγώ τι λένε.

Μ' αυτό το όνομα ήταν γραμμένο και στα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα. Οι κάτοικοι λέγονταν Σιγηνοί-ο Σιγηνός και η Σιγηνή

Οι Τούρκοι Σigi το προφέρανε.

Κεφ. Α' ΕΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ (σ. 10)

Ο οικισμός Σιγή εντάσσεται στις παρακάτω ενότητες: Μικρασιατική Επαρχία Βιθυνίας, Περιφέρεια Προύσας, Τμήμα Μουδανιών.

Κεφ. Α΄ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ (σ. 11)
Το χωριό Σιγή είχε Μουδουρλίκι την Τρίγλια, Καϊμακμαλίκι τα Μουδανιά, Μουτεσαριφλίκι δεν είχαμε (λέει ο πληροφορητής), Βαλελίκι την Προύσα.

Η Σιγή είχε Μουχτάρη. Ο Μουχτάρης μας ήταν Έλληνας, κι οι Τούρκοι είχαν τον δικό τους-καθένας με τους αζάδες του, το μουχταρικό συμβούλιο.

Είχαμε ένα ζαπτιέ (χωροφύλακας) κι αυτόν τον μεθούσαν και κάναν ότι θέλαν. Κοιμόνταν την εποχή εκείνη οι Τούρκοι, πριν από το Σύνταγμα. Καπτάν-ένας ήταν ο ζαπτιές μας, ο πιο φιλήσυχος απ' όλους. Τι μπορούσε να κάμη; Τι με μέλει εμένα, έλεγε, φοβόταν και για λογαριασμό του. Αν γινόταν ανάγκη ερχόνταν κι άλλοι.

Μουδουρλίκι ήταν η Τρίγλια αλλά δεν πηγαίναμε ποτέ στο Μουδούρη. Πηγαίναμε κατ' ευθείαν στα Μουδανιά, που ήταν το Καϊμακαμλίκι μας, κι εκείνο, όταν ήταν για δικαστήριο. Την εποχή εκείνη δεν είχαμε ανάγκη να τρέχουμε κάθε λίγο στις αρχές, ούτε με άδειες, ούτε για τίποτα. Εγώ πήγα στην Καλλίπολη κι αγόρασα δύο ιστιοφόρα χωρίς καμία άδεια.

Όταν ήταν σοβαρώτερη υπόθεση πηγαίναμε στην Προύσα, που ήταν το Βαλιλίκι μας. Μουτεσαριφλίκι δεν είχαμε.

Κεφ. Α' ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗ (σ. 14)
Εκκλησιαστικό μας κέντρο είχαμε τη Μητρόπολη Προύσας. Το πολυχρόνιο του Δεσπότης μας ήταν: «Δωροθέου του Σεβασμιωτάτου και Θεοπροβλήτου Μητροπολίτου, της αγιωτάτης Μητροπόλεως Προύσης, Μουδανλίων, Σιγής και Τριγλίας, υπερτίμου και εξάρχου Βιθυνίας, ημών δε πατρός και Ιεράρχου, πολλά τα έτη».

Ο Δεσπότης μια φορά το χρόνο έκαμε περιοδεία σ' όλα τα χωριά. Αντιπρόσωπος του Δεσπότη ήταν οι ιερείς κι αυτοί εκδίδανε τα διάφορα πιστοποιητικά, που γράφαν επάνω «Ιερά Μητρόπολις Προύσης».

Στη Μητρόπολη κατ' ευθείαν πήγαιναν όταν ήταν ζήτημα διαζυγίου, αλλά κι αυτά σπανιώτατα συνέβαιναν. Τώρα είναι ανήσυχος ο κόσμος. Τότε ήταν ήσυχος.

Κεφαλ. Β' ΚΑΤΟΙΚΟΙ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ (σ. 16)

Η Σιγή είχε 300-350 σπίτια ή οικογένειες, περίπου 200 άτομα. 30 σπίτια απ' αυτά είχανε οι Τούρκοι, το ένα ήταν στον κάτω μαχαλά και τα άλλα στον επάνω. Όλοι τους ξέραν ελληνικά.

Από άλλη εθνικότητα κανείς δεν υπήρχε. Έχουν να πουν ότι οι κάτοικοι της Σιγή, ίσως ένα μεγάλο μέρος, ήταν άποικοι που ήρθαν από άλλα μέρη. Θυμάμαι το θείο της γυναίκας μου, το γιατρό Μαμμέλη, που έλεγε ότι οι Σιγηνοί ήταν άποικοι από τη Σικελία. Νομίζω ότι έβγαζε το συμπέρασμα αυτό από τα επίθετα που τελειώνουν σε -έλης: Κατσιρέλης, Γαϊτανέλης, Ματσουρδέλης, Μαμμέλης, και σε -ούδης: Ταπούδης, Μητρούδης, Καραμπετσούδη, Παταπούδης κ.α. τα οποία ήταν πολύ συνηθισμένα στη Σιγή. Έλεγε μάλιστα ο θείος ο γιατρός ότι στην Ιταλία υπήρχε καράβι με τ' όνομα «Τζιόρτζιο Μαμμέλι»-Γεώργιο λέγαν τον παππού του. Απ' αυτά περισσότερα δεν ακούαμε τίποτα: 'Άγνωστο πότε ήρθαν ή αν βρήκαν άλλους όταν ήρθαν.

Ο πληθυσμός, όσο την ξέρουμε εμείς τη Σιγή, ούτε περίσσευε ούτε ελαττώνονταν. Όλο μαζί το χωριό μάλλον προς το καλό πήγαινε.


Κεφαλ. Γ' ΓΛΩΣΣΑ (σ. 18)
Η γλώσσα μας ήταν  ελληνική. Οι γυναίκες ούτε γρυ Τούρκικο δεν προφέρανε γιατί δεν θέλανε και να τα μάθουνε. Μαθαίναν οι Τούρκοι ελληνικά. Οι άντρες όλοι ξέραν τουρκικά.

Η γλώσσα μας ήταν η κοινή, της Πόλης. Δεν είχαμε ιδίωμα. Με τ' άλλα χωριά γύρω μας δεν είχαμε διαφορά, παρά μονάχα στην προφορά, ειδάλλως συνεννοούμασταν και καταλαβαινόμασταν μια χαρά.

Οι γριούλες ανακατεύαν περισσότερο τούρκικες λέξεις στη γλώσσα τους, ενώ οι νεώτεροι, όσο πηγαίναμε εξευγενιζόμασταν, γιατί ήταν κι η επίδραση του σχολείου. Εκείνες λέγαν πεσκέρι, εμείς πετσέτα. Εκείνες κιούπι, εμείς πιθάρι-να κάτι τέτοια.

Στον επάνω μαχαλά μας, πάντως, που κατοικούσαν κι οι περισσότεροι Τούρκοι του χωριού μας, η επίδραση της τουρκικής ήταν μεγαλύτερη.
Στην εκκλησία βέβαια η γλώσσα της λειτουργίας ήταν η ελληνική. Όλα ελληνικά.


Κεφαλ. Ε' ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
1.   Θέση του χωριού
2.   Κλίμα

ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ (σ. 20)

Η Σιγή ήταν κωμόπολη, κτισμένη στην παραλία, δυτικά των Μουδανιών.

Πίσω της ακριβώς υψωνόνταν ένας χαμηλός λόφος-στα πόδια του τελείωνε ο Επάνω μαχαλάς- τ' Αλώνια τον λέγαμε. Ήταν κατάφυτος από ελιές, καρυδιές, οπωροφόρα δέντρα...

Λιμάνι δεν είχαμε. Τα πλοία μέναν αλάργα κι οι επιβάτες βγαίναν με τις βάρκες.

ΚΛΙΜΑ (σ. 21)

Το κλίμα ήταν πολύ καλό. Η άνοιξη άρχιζε από το Μάρτη. Τότε λέγαμε: «Καλός-κακός ο Μάρτης θα δείξη φύλλο», δηλαδή θ' αρχίσουν να βγάζουν φύλλα οι μουριές για τους μεταξοσκώληκες. Την άνοιξη φύσαγε ο Μπάτης, ήταν πολύ όμορφα-νοτικός καιρός.

Βροχές είχαμε το χειμώνα αλλά πολλές φορές και την άνοιξη, είχαμε και μικροζημιές, γιατί ήταν ορμητικά τα νερά της άνοιξης.

Το καλοκαίρι ήταν ήπιο κι ο Μπάτης ευεργετικός, σε δρόσιζε. Η θάλασσα ήταν καθαρώτατη κι ο κόσμος έκαμε πολλά μπάνια. Ελάχιστοι παραθεριστές ερχόνταν από την Προύσα ή την Πόλη, κι αυτοί ήταν πατριώτες μας ξενιτεμένοι που είχαν περιουσία ή συγγενείς στο χωριό.

Το φθινόπωρο άρχιζε τέλη Σεπτεμβρίου αρχές Οκτωβρίου. Μαζεύαν οι άνθρωποι τα φρούτα, κάναν ετοιμασίες για το χειμώνα: παστώναμε κολιούς, κολιαρούδια, σαρδέλλες, λακέρδα.

Στην πανήγυρη (8 Νοεμβρίου, των Ταξιαρχών), άρχιζαν τα κρύα. Το χειμώνα είχαμε χιόνια, ως την παραλία κατέβαιναν. Ο Δεκέμβριος με τον Ιανουάριο ήταν οι βαρύτεροι μήνες. Το Φλεβάρη σπανίως χιόνιζε. Βορειάδες είχαμε δυνατούς, Νοτιάδες. Η Σιγή ήταν και ναυτικό χωριό γι' αυτό έδιναν στους ανέμους τα ναυτικά τους ονόματα: Μαίστρος, Τραμουντάνα, Γαρμπής, Όστρια, Σορόκος. Επειδή δεν είχαμε λιμάνι πολλές φορές ναυάγησαν καράβια, όσα δεν προλάβαιναν να τραβήξουν για την Κίο ή όσα δεν προλαβαίναν εγκαίρως να τα βγάλουν έξω στη στεριά. Όταν όμως ήταν γαλήνη βγαίναν και το χειμώνα για ψάρεμα.


Κεφαλ. Ζ' ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ (σ. 23)

Από τη μια μεριά (Ανατολικά) συνορεύαμε με τα κτήματα των Μουδανιών κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα κι από την άλλη (Δυτικά) με την Τρίγλια. Δύο ώρες απόσταση από τη θάλασσα, ακτινωτά, είχαμε κτήματα. Μέσα σ' αυτή την περιοχή ήταν τ' ακόλουθα τοπωνύμια: Μεσαριές, Προυσινά, Πρασιές, Ξεραδένα, Παλιορήνες, Αρκόμυλοι, Παστή, Χώρες, Μαγκαφάδες, Μαυρόγια, Άι Γι΄'ωργηδες, Τσουκαλάδες, Πελά, Νότους και Άγιος Παντελεήμων (για τον προσανατολισμό καθενός δεν είναι βέβαιος και δεν το επιχειρεί)


Κεφ. Η' ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
1.   Μαχαλάδες, Δρόμοι, Πλατείες
2.   Νερά του χωριού
3.   Σπίτια
4.   Εκκλησίες, Παρεκκλήσια, Ξωκκλήσια, Μοναστήρια, Αγιάσματα
5.   Νεκροταφεία
6.   Σχολεία

ΜΑΧΑΛΑΔΕΣ (σ. 24)

Δύο μαχαλάδες είχε το χωριό μας: τον επάνω και τον κάτω μαχαλά. Ο επάνω, ο πιο απομακρυσμένος από τη θάλασσα, τέλειωνε στα πόδια ενός χαμηλού λόφου. Ο κάτω ήταν ο πιο σημαντικός και μεγάλος, σ' αυτόν ήταν τα σχολεία, η μεγάλη εκκλησία μας.

ΔΡΟΜΟΙ-ΠΛΑΤΕΙΕΣ (σ. 25)

Ρυμοτομία δεν υπήρχε-παλιό χωριό, βλέπεις. Οι δρόμοι ήταν από πέτρα, καλντερίμι, άλλοι στενοί, άλλοι φαρδιοί, ακατάστατα. Σ' άλλους τα σπίτια ήταν κολλητά, σ' άλλους αραιά.

Στους δρόμους είχε ακακίες, μουριές, φλαμουριές. Μέσα στους κήπους-όσα σπίτια είχαν- υπήρχαν μουσμουλιές, πορτοκαλιές, ήμερα δέντρα.

Πλατείες δεν είχαμε. Μια μικρή ήταν μπροστά στην εκκλησία μας, αλλά χορούς και τέτοια δεν κάναμε σ' αυτήν. Δεν συνηθίζαμε δημόσιους χορούς.

ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ (σ. 26)

Ποτάμι δεν είχαμε. Τα νερά μας ήταν πηγαία, κι όταν έβρεχε, οι χείμαρροι. Από τις πηγές ερχόταν και το νερό στις βρύσες του χωριού. Οι χείμαρροι δεν κάναν ζημιές, πηγαίναν στη θάλασσα. Κατέβαζαν και χώματα, έκαναν προσχώσεις και πήγαιναν τη θάλασσα πιο μακρυά. Σπάνια, όταν η βροχή ήταν πολύ δυνατή, να κάνη το νερό και ζημιές.

ΣΠΙΤΙΑ (σ. 27)

Τα σπίτια ήταν παλαιά, κάποτε-κάποτε ανανεώνονταν, κτιζόταν και κανένα καινούργιο. Τα περισσότερα ήταν ξύλινα, λίγα λιθόκτιστα, αλλά και με πλίθρες κτισμένα υπήρχα, Ήταν και μονόπατα και δίπατα, πιο πολλά τα μονόπατα.

ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ-ΑΓΙΑΣΜΑΤΑ-ΙΕΡΕΙΣ (σ. 28)

Η εκκλησία των Ταξιαρχών ήταν η μεγαλύτερη του χωριού μας. Είχε κτιστεί πριν από 900 χρόνια, όπως μαρτυρούσε κα μια εντοιχισμένη πλάκα (βλέπε και δελτίο «Ίδρυση χωριού+ του ίδιου πληροφορητή).

Απορούσαν όλοι πως είχαν κτιστεί εκείνοι οι θόλοι, είχε τον μεγάλο θόλο και τον μικρό. Είχε εξωνάρθηκα εκεί όπου γινόταν η δημοπρασία με το κερί (βλέπε και δελτίο «Θρησκευτική ζωή» του ιδίου), είχε και μεγάλο πρώτο νάρθηκα που είχε και κτιστή κολυμβήθρα. Σ' αυτήν γινόταν κι ο Αγιασμός.

Μέσα ο ναός ήταν όλο μάρμαρο σκαλιστό. Το τέμπλο ήταν μαρμάρινο, σκαλιστό, και ψηλό με τέσσερις σειρές εικόνες. Τι τέχνη! Τι ομορφιά!

Όταν μπαίναμε στην καθαυτό εκκλησία, ήταν οι εικόνες των Ταξιαρχών αριστερά, ύψους 4,80 μ. Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που έγιναν: τι χρώμα ήταν εκείνο, βρε παιδί μου! Θαρρούσες κι ήταν σημερινοί! Κι όχι μόνο αυτοί αλλά κι ο Παντοκράτωρ κι οι Ευαγγελιστές: βασιλικά έξοδα, που λένε. Είχε και μεγάλους πολυελαίους.

Το κωδωνοστάσιο είχε ύψος 15μ. Και τι κωδωνοστάσιο! Τόβλεπες κι έκανες το σταυρό σου-τέτοια ομορφιά! Όλο μάρμαρο. Πουθενά δεν φαινόταν ασβέστης ή τούβλο.

Γιόρταζε των Ταξιαρχών η εκκλησία αυτή, γινόταν μεγάλη πανήγυρις.

Στον απάνω μαχαλά είχαμε και την Παναγία. Αυτή ήταν κιβωτός το σχήμα της. Ήταν μέτρια, χωρούσε ίσαμε 200-300 άτομα, ενώ ο Ταξιάρχης ήταν τρίδιπλος. Αυτή θα είχε κτιστή ίσως πιο μπροστά απ' τα χρόνια των πατεράδων μας. Λειτουργιόταν το Δεκαπενταύγουστο, στη Σαρακοστή, εκεί γινόταν η παράκληση.

Καμιά δεκαριά λεπτά έξω από το χωριό ήταν το Μοναστήρι, μια εκκλησία που έτσι τη θυμούμαι, μ' αυτό το όνομα. Δεν θυμούμαι άλλο όνομα της εκκλησίας. Το όνομα Μοναστήρι ήταν επωνυμία, γιατί ούτε Μοναστήρι υπήρχε εκεί ούτε κελλιά, μόνο η εκκλησία. Ούτε και ερείπια Μοναστηριού υπήρχαν. Αυτή θάταν 200-300 χρόνων εκκησία, δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς.

Στο νεκροταφείο είχαμε ένα μικρό παρεκκλήσι, τον Άγιο Αθανάσιο, όπου έβγαινε και νερό.

5-6 μέτρα από την παραλία μας ήταν του Ταξιάρχη το Πόδι. Ήταν ένα κλειστό κουβούκλιο που στη βάση του είχε μια γούρνα με νερό, σε σχήμα ορθής γωνίας, γι' αυτό και το λέγαν του Ταξιάρχη το Πόδι. Κάθε Δευτέρα πήγαιναν τα κορίτσια και το σκουπίζανε, ανάβαμε το καντήλι του, είχε και εικόνα.

Στις ακρογιαλιές μας, προς την Τρίγλια, ήταν ο Αγ. Ισίδωρος, κρύο-κρύο Αγίασμα. Εκκλησάκι δεν είχε. Προς τα Μουδανιά, μετά τον Άγιο Αθανάσιο, ήταν η Αγία Μαρίνα-λίγο ανηφοριά έπεφτε-μια πηγή μόνο, το Αγίασμα. Κάθε χρόνο πήγαιναν και κάναν παράκληση.

Όταν βγαίναμε από την πόρτα του Ταξιάρχη, απέναντι, είχαν κτίσει μεταγενέστερα πολύ, ένα μικρό παρεκκλησάκι για το Αγίασμα, που αρχικά, με παλιό κτίριο, της ίδιας χρονολογίας με την μεγάλη εκκλησία ήταν στη μέση του δρόμου κι έπεφτε άσκημα και παράταιρα. Γι' αυτό το γκρέμισαν και κτίσαν το καινούργιο απ' την άλλη μεριά του δρόμου, απέναντι στην πόρτα της εκκλησίας.

Δύο ιερείς είχαμε, ένα νεωκόρο και δύο ψάλτες. Οι ιερείς είχαν βγάλει του χωριού το σχολείο, καλοί κι ενάρετοι άνθρωποι ήταν. Δεν είχαμε κηρύγματα τότε. Τώρα γινήκαμε αντίχρηστοι και μας χρειάζονται.

ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ (σ. 33)

Νεκροταφείο είχαμε ένα, 5-10 λεπτά έξω απ' το χωριό, προς τα Μουδανιά, στον Άϊ Θανάση

Πρώτα ήταν σχεδόν μέσα στο χωριό, σε μιαν άλλη τοποθεσία-θαφταριό (το νεκροταφείο και κατά συνεκδοχή τον τόπο) το λέγαν- αλλά φαίνεται δεν το είδαν καλό να είναι κοντά στα σπίτια και το πήγαν έξω.

Το παλιό διατηρούνταν περιμαντρωμένο αλλά είχε μόνο δέντρα, όχι τάφους. Μ' όλο τούτο ο τόπος εξακολουθούσε να λέγεται Θαφταριό.

Το νέο νεκροταφείο δεν είχε περιμάντρωμα, ήταν ανοιχτό, και όχι επίπεδο αλλά λίγο ανηφορικό. Ήταν κοινό για όλους, δεν είχαμε ξεχωριστές θέσεις. Ένα μάρμαρο κι ένας σταυρός ήταν οι πιο πολλοί τάφοι. Μερικοί είχαν μια κιβωτό, έτσι σαν εκκλησάκι-ασήμαντα πράγματα. Δεν δίναν πολλή σημασία οι άνθρωποι.

ΣΧΟΛΕΙΑ (σ. 35)

Τα σχολεία ήταν στην παραλία πριν από 20 χρόνια (από την Έξοδο) ήταν ξύλινα και τα κατεδαφίσαμε. Στη θέση τους  κτίσαμε Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο σ' ένα κτίριο, που είχε σχήμα Π, με την τελευταία λέξη της αρχιτεκτονικής. Στη μέση ήταν μια μεγάλη αίθουσα τελετών ή θεατρικών παραστάσεων. Αν ήταν μεγάλος γάμος εκεί γινόταν, πληρώναμε τα δικαιώματα.

Από έξη τάξεις είχαν, το Αρρεναγωγείο και το Παρθεναγωγείο. Τέσσερις δάσκαλοι ήτα για τ' αγόρια και τέσσερις δασκάλες για τα κορίτσια. Μια φορά είχαμε και παιδονόμο. Ύστερα τον καταργήσαμε.

Εκτός από τα σχολεία αυτά η Αδελφότης των Σιγηνών, που έδρευε στη Σιγή, έκτισε πριν από 100 χρόνια ένα μεγάλο κτίριο, που κάτω ήταν καφενείο και από πάνω στέγαζε τρεις τάξεις Ελληνικού σε μιαν αίθουσα.

Οι μαθηταί όλοι κυμαίνονταν γύρω στους 300.


Ι' ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ (σ. 37)

Μέσα στο χωριό βρίσκαμε όλα τα τρόφιμα, όσα δεν ήταν δικής μας παραγωγής: κρέατα, ψάρια. Είχαμε φούρνους, μπακάλικα, καφενεία. Είχαμε 3 μύλους (βλέπε και δελτίο «Οικονομία-φόροι» του ίδιου πληροφορητή).

Το πετρέλαιο, τη ζάχαρη και τον καπνό αγόραζαν οι μπακάληδες από το μονοπώλιο κι εμείς τα βρίσκαμε σ' αυτούς.

Όταν θέλαμε κανένα καλό ύφασμα για φορεσιά από την Πόλη το παίρναμε, γιατί κάθε μέρα σχεδόν είχαμε τακτική συγκοινωνία με την Πόλη. Βέβαια, οι εμπορευόμενοι πηγαινοέρχονταν πιο τακτικά κι όχι ο λαουτζίκος, αλλά όταν ήθελε κανείς κάτι σου παράγελνε εσένα, εμένα και του τόφερναν.

Στα Μουδανιά πηγαίναμε για κανένα φτηνότερο ύφασμα ή τίποτε άλλα μικροψώνια. Για ψύλλου πήδημα πηγαίναμε σα Μουδανιά, γιατί ήταν κοντά κι από θάλασσα κι από ξηρά. Έρχονταν όμως και γυρολόγοι και πραματευτάδες στο χωριό μας.

Το κουκούλι το πηγαίναμε άλλοτε στα Μουδανιά κι άλλοτε στην Προύσα για πούλημα και με την ευκαιρία αυτή ή καμιάν άλλη αγοράζαμε απ' την Προύσα μεταξωτά και παντόφλες ή κι άλλα πράγματα.

Με τα Μουδανιά είχαμε κι επιγαμίες: Παίρναν οι Μουδανιώτες κορίτσια δικά μας. Γενικά θεωρούσαμε τα Μουδανιά σαν το πλησιέστερο κέντρο μας. Σχέσεις επιγαμιών, μικρότερες βέβαια, είχαμε και με την Τρίγλια και με την Προύσα.

Στα πανηγύρια μας ερχόνταν εκείνοι πηγαίναμε κι εμείς στα δικά τους, προπαντός στα Μουδανιά και την Τρίγλια, που ήταν κοντά.


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΘΕΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΖΩΗΣ
Κεφάλαιο Α'   Η ζωή του ανθρώπου
      »       Β'   Θρησκευτική Ζωή και Λαϊκή Λατρεία
      »       Γ'   Σχολεία
      »       Δ'   Λαϊκή Επιστήμη
      »       Ε'   Λαϊκή Τέχνη
      »      ΣΤ'   Οικονομία
      »       Ζ'   Αυτοδιοίκηση
      »       Η΄   Λαϊκό Δίκαιο
      »      Θ'   Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων
      »       Ι'   Φυλές

Κεφαλ. Β' ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗ (σ. 39)

Το καλύτερό μας έθιμο ήταν το ρίξιμο του σταυρού στη θάλασσα, των Φώτων. Κατεβαίναμε στην παραλία όλο το ιερατείο, τα σχολεία, ο κόσμος γινόταν πανήγυρις.

Όταν έρριχνε ο παπάς το σταυρό στη θάλασσα πέφταν μερικοί νέοι κι αγωνίζονταν ποιος θα τον πρωτοπιάσει. Ο πρώτος που θα τον έπιανε, τον έρριχνε να τον πιάσουν για το καλό και οι άλλοι νέοι, αλλά σ' αυτόν δινόταν το αξίωμα-ήταν τιμή για τα παλληκάρια να περιφέρει στο χωριό το σταυρό, για να τον ασπάζεται ο κόσμος, δίνοντας τον οβολό του.

Τη Μεγάλη βδομάδα, τη Μεγάλη Παρασκευή γινόταν δημοπρασία, σε κερί, για την περιφορά του σταυρού. Όποιος έδινε τις περισσότερες οκάδες αυτός έπαιρνε το αξίωμα να κρατάει το σταυρό κατά την περιφορά σ' όλο το χωριό.

Τη Μεγάλη Παρασκευή επίσης μαζευόντουσαν δέκα είκοσι γυναίκες στην εκκλησία, όσοι είχαν κάποιο πεθαμένο και θέλαν, και γύρω στον Επιτάφιο βάζαν σαμντάνια (κηροστάτες) και καθένας το κερί του μέσα εκεί. Τα κεριά αυτά ήταν στολισμένα με γιρλάντες άσπρες και μωβ, όποιος είχε νέο πεθαμένο έβαζε άσπρες, όποιος γέρο, έβαζε μωβ, όπως κάνουν στα μνημόσυνα και πριν πούνε του Χριστού τα Πάθη μοιρολογούσαν οι γυναίκες και λέγαν:

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερον έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων Βασιλέα.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκαμε για τον Μονογενή της.
Φωνή εξήλθε εξ ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα:
Φτάνουν, Κυρά μου, σε προσευχές, φτάνουν και οι μετάνοιες....


Είναι μεγάλο, που να το θυμάσαι όλο!

Των Ταξιαρχών που γιόρταζε η εκκλησία μας γινόταν μεγάλο πανηγύρι. Βάσταγε και 15 μέρες καμιά φορά-άλλοι πήγαιναν άλλοι έρχονταν. Η εκκλησία μας απ' αυτό το πανηγύρι εισέπραττε 100 χρυσές λίρες το χρόνο.

Στην εκκλησία του Ταξιάρχη ήταν κρεμασμένη και μια στολή, με τα ποδήματα-πλήρης στολή. Την λέγαμε «του Ταξιάρχη η στολή» και είχαν να πουν ότι την φόραγε τη νύχτα και γύριζε. Εμείς εκεί την βρήκαμε. Λέγαν πως ήταν ένας τσαγκάρης τρελλός, που ήρθε εκεί κι έγινε καλά-ποιος ξέρει πότε έγινε-κι έκαμε αυτό το δώρο στον Ταξιάρχη. Είχαμε και σκοτεινό, που τους βάζαν μέσα τους τρελλούς. Όσοι ερχόνταν, κοπέλες, αγόρια, γίνονταν καλά.

Κεφαλ. ΣΤ' ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ-ΦΟΡΟΙ (σ. 43)

Στο χωριό μας οι άνθρωποι ήταν αγρότες, θαλασσινοί ή ψαράδες και μικροεπαγγελματίες. Οι καλοί-καλοί πήγαιναν στην Πόλη ή στην Προύσα και δουλεύαν, σαν τεχνίτες ή έμποροι. Είχε και η Σιγή το εμπόριό της, των παππούδων μας μάλιστα τον καιρό ήταν εμπορικώτατο κέντρο. Όλο το διαμετακομιστικό εμπόριο των λαδιών και των ελιών γινόταν από κει. Είχαν σακκολαίβες, τσερνίκια, αλαμάνες και πήγαιναν, φορτώναν από διάφορα παράλια μέρη, όπως η Κίο, τα Μουδανιά, η Τρίγλια και μεταφέραν τις ελιές και τα λάδια στη Βουλγαρία, Ρουμανία, Κωνσταντινούπολη. Αυτό το εμπόριο είχε δώσει άνθηση στη Σιγή, γιατί δούλευε πολύς κόσμος στα πλοία.

Κι άλλα μέρη βέβαια ασχολούνταν μ' αυτό το εμπόριο, όπως τα Μουδανιά και η Τρίγλια, αλλά πριν βγουν τα ατμόπλοια η Σιγή είχε τα πρωτεία. Κατόπι, όταν βγήκαν τ' ατμόπλοια, το εμπόριο της ελιάς γενικεύτηκε και διαμοιράστηκε. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι παρήκμασε η Σιγή. Εξακολουθούσε νάχει και τους καραβοκυραίους και τους πλοιάρχους και τους ναύτες της.

Όσοι είχαν κτήματα, περιβόλια, δέντρα ασχολούνταν με τη γεωργία και τη σηροτροφία. Άλλοι ήταν ψαράδες. Στην εποχή τους κάναμε παστά: κολιούς, κολιαρούδια, σαρδέλλες, λακέρδα-όχι για εξαγωγή, αλλά για να φάμε εμείς. Εξαγωγή κάναμε το κουκούλι, τις ελιές.

Το κάθε σπίτι είχε, άλλο δύο, άλλο τρία, άλλο πέντε ζώα. Ο τσομπάνος έπαιρνε τα ποίμνια κάθε μέρα, χειμώνα-καλοκαίρι, εκτός μόνο όταν χιόνιζε, και τα πήγαινε για βοσκή και στη θάλασσα ν' αρμυριστούν. Κάθε πρωί τα βγάζαν οι άνθρωποι απ' τα σπίτια τους και το βράδυ, όταν τάφερνε ο τσομπάνος, σαν παιδιά που σχολάνε απ' το σχολείο, κάθε κατσίκα και πρόβατο έμπαιναν στο σπίτι τους.

Είχαμε τρεις μύλους σ' απόσταση 10-15 λεπτών απ' το χωριό, προς την Τρίγλια, που γύριζαν με τρεχούμενο νερό απ' τα βουνά. Αυτοί ήταν μόνο για τις δικές μας ανάγκες.

Τους φόρους τους νοίκιαζαν οι δικοί μας από δημοπρασία στο δικαστήριο κι ο πλειοδοτών έβαζε υπαλλήλους του και παίρναν τη δεκάτη από τα προϊόντα: ελιές, κουκούλι, φρούτα.

Είχαμε και υπάλληλο του Δημοσίου Χρέους (ΝτεΊν ουκουμιέ), Έλληνα κι αυτόν, που έπαιρνε το ανάλογο από τα άρια. Δεν μπορούσε ο ψαράς να πουλήση  αν δεν έπαιρνε ο υπάλληλος το δικαίωμα. Μετά το κίνημα του Κεμάλ καταργήθηκε το δημόσιο χρέος της Τουρκίας προς τους Ευρωπαίους.

Κεφαλ Ζ' ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ (σ. 47)

Είχαμε Εφοροεπιτροπή για τις εκκλησίες και τα σχολεία. Κάθε χρόνο ερχόταν ο Μητροπολίτης, γινόταν ο ισολογισμός και ο λαός έκαμε ψηφοφορία για τη νέα Επιτροπή. Επειδή οι Επίτροποι ήταν άμισθοι δύσκολα βρίσκονταν κάθε φορά άνθρωποι, γιατί ήταν απασχόληση αυτό το καθήκον κι ο καθένας είχε τις δουλειές του.

Κεφαλ. Θ' ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΙ (σ. 48)

Με τους Τούρκους καλά περνούσαμε μέχρι να γίνει το Σύνταγμα, αν και ήταν κακοί, αλλά μας είχαν ανάγκη, στα κτήματά μας δουλεύανε οι περισσότεροι. Μας προσφωνούσαν «τζορμπατζή», μας είχαν ανάγκη. Όταν μας ζητούσε ο Τούρκος 5 λίρες, του τις δίναμε, χωρίς τόκο, χωρίς τίποτα, και το θεωρούσε σπουδαίο. Κατ' αρχάς, που αναγνώριζαν την ανωτερότητά μας, ήταν καλοί. Ύστερα φανατίστηκαν. Αυτοί ήταν αγρότες και ποιμένες. Είχανε κτήματα, όσοι είχανε, οι άλλοι δουλεύαν στα ξένα. Κάναν και σηροτροφία. Επαγγελματία δεν είχαν κανέναν: ούτε ράφτη, ούτε τσαγγάρη, ούτε ψαρά.

Είχαν ένα ελεεινό τζαμί κι ο Μητροπολίτης μας τους έδωσε μια χρονιά 40 λίρες να το διορθώσουν, γιατί έτρεχε η στέγη μέσα.

Πηγαίναμε στους γάμους τους, τους πηγαίναμε δώρα κι εκείνοι έρχονταν στους δικούς μας. Όταν πάντρεψε την κόρη του ο Ιμπραήμ Χατζόγλου, ένας φίλος του πεθερού μου, η γυναίκα μου της κέντησε μια ρόμπα. Το Πάσχα τους στέλναμε τσουρέκια, κόκκινα αυγά, κι αυτοί μας στέλναν το Μάη γιαούρτια, γάλατα.

Όταν έκαμαν το Σύνταγμα οι Τούρκοι, ήρθαν οι προύχοντές τους από τα Μουδανιά και εκκλησιάστηκαν μαζί μας στην εκκλησία μας, ήρθαν να πανηγυρίσουν μαζί μας το γεγονός: Γιασασίν Χουριέτ (Ζήτη το Χουριέτ), εφώναζαν, καρδάϊ ολντούλ (Γίναμε αδέλφια).

Αλλά ήταν προς κακού μας, η εξέλιξη αυτό απέδειξε. Πριν το Χουριέτ δεν πηγαίναμε στρατιώτες, πληρώναμε αντισήκωμα. Ενώ μετά μας παίρναν. Πήγα κι εγώ και άλλοι. Όσοι ήταν μαζί μου κανένας δεν γύρισε.

Μετά το Σύνταγμα αγρίεψαν σιγά-σιγά. Φανατίζονταν από τα διάφορα κομιτάτα. Εμείς βέβαια στη Σιγή το περισσότερο ήσυχα περνούσαμε, εκτός από σποραδικά γεγονότα. Μια φορά μια γριά τη βίασαν και τη σκότωσαν. Κι έναν άλλο, Δημήτρη Γαϊτανέλη τον λέγαν, που είχε μικρό καϊκάκι, πιαντέ, κουβάλαγε ελιές στην Πόλη, τον σκότωσαν για 10 γρόσια. Σκότωσαν και τον Θεμιστοκλή Καραμπετσούδη, που ήταν αγροφύλακας. Αυτοί συνετέλεσαν επίσης που πάτησαν στο χωριό μας μια νύχτα οι τσέτες. Ήταν μάλλον βέβαιο πως μέσα βρίσκονταν κι απ' του χωριού μας τους Τούρκους! Ήταν με μάσκες κι οπλισμένοι. Εμείς ήμασταν νομοταγείς. Ποτέ δεν τους πειράζαμε. Ίσα-ίσα που τους βοηθούσαμε όταν μας το ζητούσαν. Κι από τα δύο μέρη υπήρχε θρησκευτική ανοχή, αλλά πέραν τούτου δεν προχωρούσαμε ούτε εμείς ούτε εκείνοι. Στον Ταξιάρχη που θεράπευε τους τρελλούς οι Τούρκοι δεν φέρναν τους δικούς τους, ούτε κι από τους παπάδες μας ζητούσαν τίποτα. Κι εμείς με τους Τούρκους ιερωμένους δεν είχαμε καμιά σχέση.

'Ένας Τούρκος, ο Σαίτ μπέης-τα παιδιά του ήταν της ηλικίας μας- που το σπήτι του ήταν απέναντι στην εκκλησία του Ταξιάρχη, καθόταν μια μέρα στην πόρτα του και είδε φως, μια λάμψη, που μπήκε στην εκκλησία και πίστεψε τότε στον Άγιο. Γιατί λέγαν τότε ότι ο Ταξιάρχης έβγαινε από την εκκλησία και γύριζε. Ο Σαίτ μπέης Τον είδε που γύριζε πίσω, είδε το θαύμα και πίστεψε.
Από τους Αγίους μας τον Άι Νικόλα εκτιμούσαν πιο πολύ-Μουράτ καπτάν τον λέγανε. Βέβαια αυτοί ναυτικοί δεν γίνονταν κι ανάλογη με την επίδοσή τους στη θάλασσα ήταν κι η εκτίμηση στον Άι Νικόλα.

Τον καιρό που νικούσε ο στρατός μας και χτυπούσαν οι καμπάνες, ρώτησε μια φορά μια Τουρκάλα τι γίνεται και της είπαν ότι πήραν οι Έλληνες την Άγκυρα. Δόξα σοι ο Θεός, είπε τότε αυτή. Ποιος ξέρει γιατί το είπε, ίσως από το φόβο της.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΘΕΕΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
1.   Τοπική Ιστορία
2.   Απηχήσεις ιστορικών γεγονότων

ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΙΔΡΥΣΗ ΧΩΡΙΟΥ-ΙΣΤΟΡΙΑ (σ. 53)
Επί Ιουστινιανού, κι ακόμα πιο πριν, η Σιγή ήταν κτισμένη σ' απόσταση τριών τετάρτων της ώρας από την παραλία, σ' ένα ύψωμα που εμείς το λέγαμε Χώρες (βλέπε και δελτίο «Θέση-Νερά-Περιφέρεια-Τοπωνύμια» του ίδιου πληροφορητή). Στην εποχή μας στις Χώρες υπήρχαν θεμέλια παλιών οικημάτων, πέτρες, όλα ισοπεδωμένα-ο παλιός οικισμός. Εκεί πάνω τον βρήκε, όταν ήρθε ο Ιουστινιανός, που πήγαινε στην Ιερουσαλήμ, ειρηνικά πήγαιναν, να προσκυνήσουν, κι η παράδοση λέει ότι τον έπιασε φουρτούνα κι έκαμε τάμα: Να πιάσω, είπε, στεριά κι εκεί θα κτίσω εκκλησία.

Επόδισε στην παραλία μας, εκεί που είναι σήμερα κτισμένη η Σιγή, βγήκε και βρήκε τους παλιούς κατοίκους επάνω, στις Χώρες, και τους συνέστησε να κατεβούν στην παραλία, «όπου εγώ θα κτίσω την εκκλησία και άλλα οικήματα, του είπε, και θάχετε και τη θάλασσα κοντά, τον πλούτο». Εκεί πάνω ήταν φτώχια. Αυτά μας τάλεγαν οι γεροντότεροι αλλά και στην εκκλησία μας μέσα, των Ταξιαρχών, ήταν εντοιχισμένη, απέναντι στο εικόνισμα των Ταξιαρχών, μια πλάκα, που έλεγε την κάθοδο του Ιουστινιάνη (έτσι πρόφερε σε μια στιγμή τ' όνομα του αυτοκράτορα ο πληροφορητής. Σε σχετική μου ερώτηση προσθέτει ότι Ιουστινιανός και Ιουστινιάνης είναι το ίδιο), το κτίσιμο της εκκλησίας και των λοιπών οικημάτων με χρυσά γράμματα-θαρρώ και την βλέπω μπροστά μου. Δεν θυμούμαι ακριβώς το περιεχόμενο κατά λέξη, αλλά έγραφε ττο ιστορικό έτσι όπως το λέω. Κι ήταν παλιά η πλάκα, εντοιχισμένη εκεί από τον καιρό που κτίστηκε η εκκλησία.

Έτσι κατέβηκαν οι παλιοί απ' τις Χώρες στην παραλία και ίδρυσαν τη Σιγή.

Η εκκλησία εκείνη ήταν ονομαστή ως κι η Κυρά Βασιλική του Αλή Πασά πέρασε από τη Σιγή, πηγαίνοντας στην Προύσα, κι έκαμε δώρο μια ωραία πύλη, στη μνημόθυρα (Βωμόθυρα) της εκκλησίας μας, κόκκινη, με χρυσά άστρα. Στον καιρό μας ακόμα βαστούσε και βρήκαμε και τα γράμματα της αφιέρωσης. Μα εκτός από την αφιέρωσηκ κι οι παλιοί διηγόνταν το γεγονός.

ΑΠΗΧΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (σ. 56)

Για την επανάσταση του '21 ξέρουμε ότι μας λέγαν στο σχολείο. Στους Ρωσοτουρκικούς πολέμους πήγαινε κάποτε και κανένας δικός μας.

Ο παππούς της γυναίκας μου, ο Αναστασάκης, πήγε σ' ένα τέτοιο πόλεμο, μάλλον στον Κριμαϊκό θα ήτα, κι όταν γύρισε άπλυτος και με τα γένεια ίσαμε δω κάτω, θυμόταν και διηγόταν, που τον πείραζε ο πατέρας του, γιατί έλεγε στη μητέρα του: 'Δε μου λες, ο Αναστασάκης λίρες έφερε από τη Ρωσία ή ψείρες;» (δηλαδή, γύρισε νικητής με λάφυρα ή κακομοιριασμένος; ).

Άλλα παλιότερα γεγονότα δεν θυμούμαστε, που νάχαν καμιάν επίδραση στο χωριό μας. Την εποχή που έγινε το Σύνταγμα ήρθαν οι Τούρκοι πρόκριτοι των Μουδανιών κι ευχαριστήσαμε σε κοινή δοξολογία στην εκκλησία μας το Θεό.

Ο πόλεμος του 1914-1918 είχε ολέθρια επίδραση για τους χριστιανούς. Το 1915 όλο το χωριό εκτοπίστηκε 6 ώρες στα ενδότερα, σ' ένα χριστιανικό χωριό Ντερέκιοϊ, κι εκεί πέθαναν πολλοί Σιγηνοί από πείνα. Κι όσοι μπορούσαν λαθραίως να κατέβουν στα Μουδανιά για ένα μεροκάματο και ένα-δυο ψωμιά, εδέροντο από τους τζανταρμάδες κι εστέλλοντο ξανά στον τόπο της εξορίας.

Ο ισχυρισμός των που μας έδιωξαν απ' το χωριό μας ήταν ότι δίναμε βενζίνη στα Αγγλικά υποβρύχια. Όλα εγκαταλείφθηκαν, γιατί σε κάθε οικογένεια το δικαστήριο έδωσε από ένα ζώο, και τι να βάλεις πάνω; Τον άρρωστο; Τη γριά; Το παιδί ή τα πράγματα; Κι αυτά τα δώσαν για να διευκολύνουν μιαν ώρα αρχύτερα την έξοδο. Μόνο 5-6 αμάξια υπήρχαν στην πομπή.

Το 1918 επιστρέψαμε, και τότε μάλιστα η Ελληνική κυβέρνηση βοήθησε τους παθόντες μ' ένα χρηματικό ποσό-όλα τα προέβλεπε εκείνος ο Βενιζέλος. Μεγάλος πολιτικός!

Σιγά-σιγά αρχίσαμε να διορθώνουμε τις ζημιές. Τους πολυελαίους της εκκλησίας μας τους είχαν καταστρέψει οι Τούρκοι, αλλά όταν επιστρέψαμε, φέραμε καινούργιους.

Το 1920 ήρθε ο Ελληνικός στρατός στη Σιγή αλλά Τούρκο δεν πείραξαν. Οι Τούρκοι τρομοκρατήθηκαν, κι ένας-δυο πέθαναν από το φανατισμό τους, που ήρθε ο Γιουνάν.

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (σ. 60)

Στην επιτροπή που θ' αντιπροσώπευε το χωριό μας για την αποζημίωση, εδώ, ήμουν εγώ, σαν πρόεδρος, ο Αριστοτέλης Παπαδόπουλος και ο Αντώνιος Αντωνιάδης. Αυτοί πέθαναν.

Οι πατριώτες μας εγκαταστάθηκαν σ' ένα χωριό Γιονουζλού της Κοζάνης, τώρα Νέα Σιγή-θαλασσινοί αυτοί σε ορεινό χωριό και άγονο! Σχεδόν οι περισσότεροι σκορπίστηκαν κι έφυγαν. Κάτι λίγοι παραμένουν. Κάνει πολύ κρύο εκεί, μόλις κάτι λίγα αμπέλια κάνουν. Λίγα κτήνη έχουν: κανένα άλογο, κανένα βόδι για ν' αροτριούν. Φτώχια και των γονέων. Εδώ έχουμε σωματείο Σιγηνών, στο Κερατσίνι. Κάποιος Νίκος Γκίκος, που έχει σχολείο στο Κερατσίνι, είναι πρόεδρος. Κάθε χρόνο των Ταξιαρχών κάνει το σωματείο αρτοκλασία, μαζεύει εράνους και στέλνει κάτι στους ανθρώπους εκεί στο Γιονουζλού.

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗ Μ. ΑΣΙΑ (σ. 62)

Πρόπερσι πήγαν κάτι δικοί μας. Προ πέντε ετών πάλι πήγαν-δεν θυμούμαι τα ονόματα όλων, κάποιος Χρίστος Λαδίκας πήγε θαρρώ, εδώ μένει, δημοσιογράφος είναι.

Τι βρήκαν; Καταστροφή! Σπίτια γκρεμισμένα. Έστειλαν κάτι Τούρκους απ' τη Μακεδονία εκεί, μας είπαν. Την εκκλησία (των Ταξιαρχών) μέσα τη χάλασαν. Το κτίριο προσπάθησαν μα δεν τα κατάφεραν να το χαλάσουν. Είναι στέρεο και δεν βουλάει. Καίγαν τα κάγκελα απ' τα σπήτια. Με κοπριά σφαλούσαν τις χαραμάδες των σπιτιών. Όσα πάλιωναν πολύ τα εγκατέλειπαν στην τύχη τους. Οπισθοδρομικός ο Τούρκος.