"Στο φόρουμ μας, αναρτούμε ενημερωτικά θέματα, σχετικά με την ιστορία των Τριγλιανών προγόνων μας, για την ενημέρωση σας,
αφήνοντας ταυτόχρονα μία παρακαταθήκη πληροφοριών, για τις επόμενες γενιές."

ΚΜΣ-ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΜΙΣΟΠΟΛΗΣ ΒΙΘΥΝΙΑΣ

Ξεκίνησε από Μάκης Αποστολάτος, 03 Αυγούστου 2021, 06:28:11 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

0 Μέλη και 1 Επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Μάκης Αποστολάτος

Μάκης Αποστολάτος

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Συνεχίζεται η παρουσίαση της Προφορικής Παράδοσης από το αρχείο του ΚΜΣ, με τον ελληνόφωνο οικισμό ΜΙΣΟΠΟΛΗ (σημερινή ονομασία Aydinpinar), που βρίσκεται νοτιοανατολικά και σχετικά σε κοντινή απόσταση από τα Μουδανιά (4 χλμ περίπου). Το υλικό συλλέχθηκε από δύο πληροφορητές, από τον πρώτο το 1952, αλλά τα περισσότερα δελτία του δεν βρέθηκαν κατά την οργάνωση του Αρχείου το 1969, εκτός από εκείνο για τις Εκκλησίες, και από τον δεύτερο το 1961, από τον οποίο καλύφθηκαν όλα τα δελτία-ερωτηματολόγια. Ο πληροφορητής αυτός χαρακτηρίστηκε ως θετικός και γλαφυρός αφηγητής από τον συνεργάατη του ΚΜΣ. Γεννήθηκε στη Μισόπολη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και στρατεύτηκε το 1920 στον ελληνικό στρατό. Μετά την Έξοδο εγκαταστάθηκε στη Ξάνθη, όπου παντρεύτηκε και δημιούργησε την οικογένειά του. Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη περιγράφεται και από τους δύο πληροφορητές και την επισκέφθηκε η άτυπη ομάδα Τριγλιανών απογόνων-ερευνητών το Σεπτέμβριο 2019.

Τμήμα χάρτη Ι. Κοκκινίδη σε μεγέθυνση

ΜΙΣΟΠΟΛΗ

ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ

Η συλλογή έγινε από το συνεργάτη του ΚΜΣ Μπάμπη Νικηφορίδη σε αποστολή του στη Ξάνθη το Δεκέμβριο του 1961, καθώς και από το συνεργάτη Αλέξη Ιωακειμίδη το Μάιο του 1952 στην Πτολεμαίδα. Τα δελτία του 2ου αφορούν μόνο στις Εκκλησίες-Ξωκλήσια και προέρχονται από τον πληροφορητή Σωτήριο Παράσχο, την 26/2/1952.

Ο πληροφορητής του 1ου συνεργάτη Γιάννης Καλεπέρης γεννήθηκε στη Μεσόπολη. Τώρα είναι 64 χρονώ στα 65. Οι γονείς του από εκεί ήταν κι όλοι οι παλιοί, όπως λέει για τους προγόνους του. Γεωργός ήταν ο πατέρας του. Σχολείο πήγε ως την 5η τάξη δημοτικού, δηλ. έβγαλε το σχολείο της πατρίδας του (5τάξια ήταν).

Εργάστηκε κατόπι στα κτήματά τους, μαζί με τον πατέρα του, κι όταν πέθανε ο πατέρας του, μαζί με τον αδελφό του.

Στρατεύτηκε το 1920 στον ελληνικό στρατό. Πιάστηκε αιχμάλωτος και έκανε 1 χρόνο στην αιχμαλωσία. Ελευθερώθηκε και ήλθε στην ... 10.000 φύγαμε λέγει.

Εγκαταστάθηκε στην Ξάνθη και έμαθε την τέχνη του πετρά, έκοβε καλούπια στο ποτάμι. Τώρα η υγεία του δεν του επιτρέπει να συνεχίζει το επάγγελμά του.
Παντρεύτηκε στην Ξάνθη. Η γυναίκα του είναι από την Ανατολική Θράκη, από το χωριό Σαρακίνα. Έχει 2 αγόρια και 1 κορίτσι.

Ο Γιάννης Κελεπέρης είναι από τους καλούς πληροφορητές. Μια φυσική δειλία που τον κατέχει δεν εμποδίζει να είναι θετικός και ακόμα γλαφυρός αφηγητής. Οι πληροφορίες του καλοζυγισμένες και ποτέ δεν αυτοσχεδιάζει όταν δεν καλοξέρει κάτι, δηλώνει καθαρά ότι προχωρούν ως εκεί οι γνώσεις του.

Σύμφωνα με δελτίο με ημερομηνία 28/3/1969, ο 2ος συνεργάτης Αλέξης Ιωακειμίδης είχε συντάξει και παρέδωσε το Μάιο 1952, τα εξής δελτία για τη Μεσόπολη: 1) Το χωριό (9 σελ.), 2) Εκκλησίες, Παρεκκλήσια, Σχολεία (6 σελ), 3) Σχέσεις με Τούρκους, Έξοδος (6 σελ.), 4) Οικονομία, Καλλιέργειες, Δουλειές, Σπορ (8 σελ.), 5) Δελτία Μετάβασης, 6) Δελτίο Πληροφορητή. Από τα δελτία αυτά βρέθηκαν μόνο αυτά που αφορούν την εκκλησία (σελ. 44-49 στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης).

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΘΕΜΑΤΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΚΕΦΆΛΑΙΟ Α' 1. Όνομα
      2. Δελτίο της Χαρτογραφικής Υπηρ. του ΚΜΣ (Γεωγρ.Τοποθέτηση)
      3. Ένταξη του Οικισμού
      4. Τουρκική Διοίκηση
      5. Εκκλησιαστική Εξάρτηση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ    Β' Κάτοικοι
      Γ' Γλώσσα
      Δ' Δελτία με ποικίλο περιεχόμενο
      Ε' Γεωγραφικά Στοιχεία
      ΣΤ' Λαξευτές Σπηλιές
      Ζ' Τοπωνύμια
      Η' Εσωτερική μορφή του χωριού
      Θ' Κοντινοί και μακρινοί Οικισμοί
      Ι' Σχέσεις και Συναλλαγές του Οικισμού


Κεφαλ Α' ΟΝΟΜΑ (σ. 10)

Μισόπολη το λέγαμε εμείς το χωριό μας, ο κάτοικος ήταν Μισοπολίτης. Στα τουρκικά η ονομασία ήταν Μισόμπολ και οι τουρκόφωνοι έτσι πρόφεραν. Οι Ντερέκιοϊ-λεϊδες-λόγου χάρη- λέγαν, Μεσόμπολα γκιαντζεϊζ (θα πάμε στη Μεσόπολη).

Στα ελληνικά χαρτιά της εκκλησίας ή του σχολείου γράφαν Μισόπολις. Η Γενική, όπως θυμάμαι ήταν Μισοπόλεως. Στα τετράδια γράφαμε: Εν Μισοπόλει.

Η Μισόπολη λέγαν ότι στο παρελθόν ήταν μεγάλο χωριό, ή μάλλον πόλη, όπως λέει και το όνομά της, αλλά το κάψαν, παλιά κλέφτες λέγαν, το κάψαν κι έμεινε η μισή πόλη, γι' αυτό ονομάστηκε Μισόπολη.

ΕΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ (σ. 12)

Ο Οικισμός Μισόπολη εντάσσεται στις παρακάτω ενότητες:
Μικρασιατική Επαρχία: Βιθυνίας
Περιφέρεια: Προύσας
Τμήμα: Μουδανιών

ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ (σ. 14)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4/12/1961)

Εμείς είχαμε Μουχτάρη. Είχε και μια επιτροπή ο Μουχτάρης, τους Αζάδες. Ξέχωρα ήταν οι άλλοι που επιβλέπαν την εκκλησία και τα σχολεία δε θυμάμαι πως ήταν ο τίτλος τους.

Έπειτα ήταν τα Μουδανιά, το Καϊμακαμλίκι μας. Βιλαέτι ήταν η Προύσα, εμείς όμως πιο πολύ πάρε δώσε με τα Μουδανιά είχαμε, κοντοχώρι ήταν.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗ (σ. 15)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4/12/1961)

Εμείς υπαγόμασταν στην εκκλησιαστική περιφέρεια Προύσης. Ο Γεννάδιος ήταν ο Δεσπότης μας στην εποχή μου. Στο χωριό ήθελε ναρθεί κανα δυο φορές το χρόνο. Εμείς όμως στη Μητρόπολη στην Προύσα, δεν πηγαίναμε. Όταν ήταν να πάρουμε άδεια για γάμο πηγαίναμε στα Μουδανιά-εκεί ήταν αντιπρόσωπος του Δεσπότη. Και υπόθεση διαζυγίου να υπήρχε πάλι στα Μουδανιά θα πήγαιναν, άφησε που δεν γίνονταν τέτοια πράγματα.

Παπά είχαμε ένα, χωριανός μας ήταν. Αυτός βάφτιζε, αυτός κήδευε.

Κεφαλ. Β' ΚΑΤΟΙΚΟΙ (σ. 16)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4/12/1961)

350 σπίτια είχε η Μισόπολη, όλα ελληνικά, Τούρκους δεν είχαμε.

Όλοι ντόπιοι ήταν θαρρώ οι κάτοικοι, από τον καιρό του Βυζαντίου. Μόνο από Φουντουκλιά έρχονταν κάτι ξένοι, ταχτατζήδες (ξυλάδες) τους λέγαμε, κι αυτοί είχαν κάτι μεγάλα πριόνια και κόβαν ξύλα. Μια φορά μάλιστα, λένε, σε μια καρυδιά βρήκαν μια τσάντα λίρες, σε κουφάλα μέσα, και γένηκαν πλούσιοι. Παντρευόντουσαν εκεί και κάθονταν πια. Τρεις οικογένειες ήταν αυτοί και μια οικογένεια από την Τρίγλια.

Κεφαλ. Γ' ΓΛΩΣΣΑ (σ. 17)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4/12/1961)

Η γλώσσα μας ήταν  ελληνική, όπως μιλάμε τώρα, το ίδιο μιλούσαμε κι εκεί. Κάποιες διαφορές είχαμε με το Νιχωράκι, με τα Μουδανιά, με τους Ελιγμούς, αλλά λίγο παράλλαζε. Ο Νεοχωρίτης έλεγε λόγου χάρη: «Έλα βρε Μισοπολίτη να σε κάνω Νιχωρίτη», όταν ήταν για συνοικέσιο. Κι απαντούσαν οι δικοί μας: «Βρε Γαβαλινός γίνομαι, Νιχωρίτης δε γίνομαι». Γαβαλός λεγόταν ένα τούρκικο χωριό κοντά στο Πελαδάρι. Οι Ελιγμίτες το παπούτσι μποστάλα ... Να κάτι τέτοια.

Τούρκικα σχεδόν δεν ξέραμε. Τούρκικα η μάνα μου το ψωμί πως το λέγαν δεν ήξερε, σε εμάς τα παιδιά, τελευταία που μας πήγαν εξορία στο Ντεμιρντάσι και το Τεπεντζίκι, τότε μάθαμε.

Και στο σχολείο όλο ελληνικά μαθαίναμε, τουρκικά έκανε μόνο η 5η τάξη (δηλαδή η τελευταία τάξη, κατά τον πληροφορητή το σχολείο ήταν πεντατάξιο).

Οι μεγάλοι που συναλλάσσονταν και με Τούρκους κάτι λίγα ξέραν. Εγώ, 15 χρονώ, που πήγα στο Τεπεντζίκι δεν ήξερα να συνεννοηθώ. Μόνο με τις γυναίκες τους που τάξεραν τσατ-πατ κάτι ελληνικά συνεννοούμασταν. Οι πατεράδες μας όμως, όσο να πεις, τα ξέραν. Οι γυναίκες καθόλου.

Τα τραγούδια μας ήταν ελληνικά, αλλά επειδή είναι γλυκά τα τούρκικα, ήθελε να πουν απ' ανάμεσα και κανένα τούρκικο.


Ε' Γεωγραφικά Στοιχεία
1.   Θέση του χωριού
2.   Δρόμοι εξωτερικοί
3.   Γεφύρια
4.   Κλίμα

ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ (σ. 19)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4/12/1961)

Από τα Μουδανιά η Μισόπολη, άμα βάδιζες καλά, ήταν ¾ της ώρας.

Σε χαράδρα μέσα ήταν κτισμένο το χωριό, από τη χαράδρα περνούσαν μόνο τα νερά της βροχής. Ανάμεσα από τα σπίτια του χωριού περνούσε το ρεματάκι.

Το μπαίρι (ύψωμα, ανηφοριά) πίσω από το χωριό ήταν αψηλό, για να πας από κάτω ίσαμε απάνω ήθελες και μισή ώρα. Η κορφή λεγόταν Τεπέ ντερβέντ, είχε ένα φυλάκιο επάνω και περιμέναν οι χωροφυλάκοι. Πετρώδες ήταν, στις πλαγιές όμως είχε και καλλιέργεια, δεξιά και αριστερά όλο έβλεπες ελιόδενδρα, αμπέλια. Είχε μια πέτρα αμμουδερή, φυσικά μόνο εκείνο το ύψωμα αν είχε καμιά πέτρα, αλλού δεν υπήρχε πέτρα να ρίξεις σ' ένα σκυλί. Ούτε βράχια και σπηλιές υπήρχαν σ' εμάς εκεί.

Το πιο ψηλό βουνό της περιφέρειάς μας ήταν αυτό, το Τεπέ ντερβέντ.

Ήταν κι ένα άλλο ύψωμα αντίκρυ στο χωριό, από κει φεύγαν τα κατσίκια που τάπαιρνε ο τσομπάνος. Αυτό σκέτο Μπαίρι το λέγαμε. Από πίσω έπεφτε το Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου. Καλλιεργημένο ήταν κι αυτό, όχι πολύ ψηλό.

Σύνορα είχαμε με το Νιχωράκι, που ήταν ελληνικό χωριό και με τα τούρκικα: Γέργελι και Μεσάλ κιοϊ. Αν καλογυρέψεις, και με τα Μουδανιά είχαμε σύνορα.

Εμείς ακούαμε ότι το χωριό τόφτιαξαν στη χαράδρα, γιατί φοβούνταν τους κλέφτες. Η Μισόπολη λέγαν παλιά ήταν πόλη, όπως το λένε και τ' όνομά της και την κάψαν κλέφτες κι έμεινε η μισή, γι' αυτό ονομάστηκε Μισόπολη. Φυσικά, εκεί στον Τεπέ Ντερβέντ από κάτω, στα κτήματά μας που σκάβαμε. Βάζαμε όλο κεραμίδια, έβλεπες και κάτι πιθάρια. Βρήκαμε κι ένα αρχαίο μνήμα, κτιστό, αλλά με κομμάτια μάρμαρο, στο χωριό παρακάτω πηγαίνοντας για τα Μουδανιά, ούτε μισή ώρα δρόμο, κοντά στον ΑΪ Παντελεήμονα. Άδειο ήταν μέσα. Μετά πήγαν οι χωριανοί, το σκάψαν γύρω-γύρω, το βγάλαν μονοκόμματο και με τους αραμπάδες το κουβάλησαν, κτιστό σαν σπιτάκι ερχόταν. Ήταν βιδωτό, τ' άνοιξαν και κομμάτι-κομμάτι το παίρναν για την εκκλησία, χρησιμοποίησαν τα μάρμαρα στην οικοδομή της εκκλησίας τον καιρό που τη φτιάχναν.

ΔΡΟΜΟΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΙ (σ. 23)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4/12/1961)

Ο σωσέ γιολού περνούσε πάνω απ' το χωριό, δυτικά, ο δρόμος Προύσας-Μουδανιών.

Άλλος δρόμος που πήγαινε και κάρο, αλλά άστρωτος, χωματόδρομος, ήταν ο δρόμος για το Μεσάλ κιοΪ μόνο αυτός. Για τ' άλλα χωριά με τα ζώα δούλευαν και το χειμώνα δεν τους έλειπαν οι λάσπες αυτών των δρόμων.

ΓΕΦΥΡΙΑ (σ. 24)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4/12/1961)

Κατά το μύλο μεριά είχε μια γέφυρα, στο σωσέ γιολού επάνω, γιατί κατέβαινε πολύ νερό από το Γέργελι.

Πέτρινη γέφυρα ήταν, δυο καμάρες είχε. Άλλη δεν είχαμε, έτσι πέτρινη. Μέσα χωριό είχε μια μικρή ξύλινη, πάνω στο ρέμα που περνούσα από μας εκεί.

ΚΛΙΜΑ (σ. 25)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4/12/1961)

Το κλίμα μας ήταν πολύ ωραίο. Τα νερά μας καλά. Εκεί ένα πυρετό είχε μόνο κι εκείνο αν έτρωγες φρούτα πολλά, αυτό ήταν μόνο. 110 χρονώ πέθανε εμένα ο παππούς μου κι όλα τα δόντια του τα είχε.

Το χειμώνα έπεφτε χιόνι αρκετό αλλά δεν έπιανε κρύο, μέχρι 1,5 μέτρο νάριχνε χιόνι, κρύο δεν έκανε, με τα σακάκια γυρίζαμε. Το λάδι έβραζε από μέσα και το κρασί, για κρύο συζητάς;

Το χιόνι έπεφτε να πούμε αλλά σε μια βδομάδα έλειωνε. Έβγαζε ένα θαλασσινό αέρα κι έλειωνε. Εκεί μας έπιανε ένας αέρας που τον λέγαν τούρκικα Γκέϊν στογρουσού από θάλασσα μεριά.

Αφού, τον καιρό που τρυγούσαμε ελιές, απλώναμε πάνω στο χιόνι τα πανιά, όπου έπεφταν οι ελιές και τα πανιά παγώναν αλλά εμείς δεν κρυώναμε, τέτοιος μαλακός καιρός, γλυκός καιρός, όχι όπως εδώ.

Μόλις έπεφτε ο Σταυρός και μετά, τότε είχαμε τον πολύ χειμώνα, το χιόνι. Τα παιδιά φτιάχναν στους δρόμους κάτι χιονάνθρωπους, κάτι αρκούδες.

Τον χειμώνα που ήθελες να πας; Στο καφενείο. Άμα άνοιγε όμως ο καιρός στο μεταξύ πηγαίναμε να καθαρίσουμε τα δέντρα. Εμείς τα αμπέλια τα κλαδεύαμε Γενάρη, ότι καιρός κι αν ήταν. Λέγαν οι πατεράδες μας: Τον Γενάρη κλάδευε και φεγγάρι μη ρωτάς.

Το Πάσχα ανοίγαμε το σπόρο του κουκουλιού και μερικοί πιο πρώιμα. Υπήρχαν άνθρωποι που πήγαιναν και φέρναν τα πρώτα φύλλα κρυφά, κάτω από τα σακάκια τους για να μην τα πιάνει το μάτι και χαλάσουν τα κουκούλια. 60 μέρες το κουκο0ύλι μας έκανε άνω κάτω, αλλά μόλις βάζαμε το κλαδί ξενοιάζαμε. Ήταν στραβό εισόδημα. Ξέρεις τι είναι ν' ανοίγεις το μαντήλι και να γεμίζεις λέρες και μετζίτια μέσα σε 60 μέρες; Και να περιμένεις εδώ να δουλέψεις με δυο χέρια;

Βροχές είχαμε αρκετές την άνοιξη. Αλλά καμιά φορά γυρίζαμε και με τα εικονίσματα γύρω-γύρω όλο το χωριό για βροχή, κάναμε δέηση.

Το καλοκαίρι οι ζέστες ήταν μέτριες. Άμα έκανε ζέστες πολλές μπορούσε να πειραχτούν τα ελαιόδεντρα, αλλά επειδή είχαμε τη θάλασσα κοντά μας προστάτευε, έβγαζε θαλασσινό αγεράκι. Έξω δεν κοιμόμασταν μια φορά, δεν είχε ανάγκη.

Για μπάνια πηγαίναμε στο Νιχωράκι, κοντά ήταν από τα κτήματά μας ως εκεί. Κρύβαμε τις τσάπες και άντε στο Νιχωράκι ένα μπάνιο και άντε πάλι πίσω.

Το καλοκαίρι η δουλειά μας κυρίως ήταν το τσάπισμα, στ' αμπέλια, στα δέντρα. Μόλις ήθελε νάρθει του Σταυρού βάζαμε τρύγο στ' αμπέλια. Η πολλή φούρια του τρύγου ήταν ως το τέλος Σεπτεμβρίου. Έφτανε όμως και μ' ένα γόνατο χιόνι να έχουμε και σταφύλια, έβλεπες το χιόνι κι απ' την άλλη μεριά τα τσαμπιά στέκονταν επάνω στ' αμπέλι.

Και είχαμε ένα σταφύλι! Τον καιρό που τόβαζες στο στόμα σου με δυσκολία έσπαγε, έτριζε η ρώγα. Αγούμαστο το λέγαμε.

Με τον τρύγο της ελιάς όποιος τελείωνε τα Χριστούγεννα ήταν παλληκάρι. Δύσκολο ήταν. Και μετά έρχονταν κάτι μαυρόπουλα που άμα πέφταν επάνω στις ελιές-σωρός μαυρόπουλα- δεν άφηναν ούτε μια επάνω. Γι' αυτό προσπαθούσαμε να τις μαζέψουμε μιαν ώρα αρχύτερα. Εκεί σε παρακαλούσαν τότε: Έλα σ' εμένα. Και 120 γρόσια μεροκάματο! Να φας να πιείς κιόλας.

Και με τα δίκανα τα πολεμούσαμε τα μαυρόπουλα: μπαμ ο ένας από εδώ, μπαμ ο άλλος από κει. Εγώ μια φορά έριξα στο κοπάδι και γέμισα έναν τουρβά. Κυνήγι ήταν αυτά, τρώγονταν. Όπως τα κοτσύφια, έτσι μαύρα έρχονταν. Κι εδώ έχει πολλά. Τον καιρό που σπέρνουν πέφτουν στα χωράφια μέσα.

Και το φθινόπωρο οι βροχές δεν ήταν πολλές, έτσι, μέσα-μέσα.

Κεφαλ. Ζ' ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ

ΑΝΤΑ ΤΕΠΕΔΕΣ (σ. 31)

Αντά Τεπέδες ήταν ένα ύψωμα κατά τη μεριά των Μουδανιών. Μισή ώρα περίπου από το χωριό. Ήταν λίγο αψηλά το μέρος αλλά όλο καλλιεργημένο!

Ελαιόδενδρα είχε κι εκεί. Εμείς δεν σπέρναμε, χωράφια δεν είχαμε.

ΤΑ ΚΟΝΤΑ (σ. 32)

Τα Κοντά ήταν προς τα Μουδανιά, κάτω από το χωριό, πολύ κοντά, σχεδόν ούτε 5 λεπτά δρόμος, γι' αυτό λεγόταν κι έτσι
Ελιόδεντρα είχαμε κι εκεί.

ΜΠΑΪΡΕΣ (σ. 33)

Μπάϊρες ονομαζόταν ένα μέρος πηγαίνοντας κατά τα Μουδανιά. ¾ της ώρας από το χωριό. Υψωματάκι ερχόταν εκεί.

Ελιές κι αμπέλια είχαμε σ' αυτό το μέρος. Σ' εμάς χωράφια μη γυρεύεις.

ΜΥΛΟΙ (σ. 34)

Δεξιότερα από τους Αντά Τεπέδες, μισή ώρα περίπου από το χωριό ήταν η τοποθεσία Μύλοι. Ελιόδεντρα ήταν κι εκεί.

Είχε κι ένα νερόμυλο, που γύριζε μόνο το χειμώνα, απ' αυτόν πήρε τ' όνομα. Μη σου φαίνεται περίεργο που ο μύλος ένας και το μέρος λεγόταν Μύλοι. Μύλοι ονομάζονταν τα κτήματα που ήταν στο μύλο, δεν ήταν ένα, ήταν πολλά.

ΤΣΑΓΑΝΟΙ (σ. 35)

Η πιο μακρινή τοποθεσία από το χωριό9 ήταν ένα μέρος κατά το Νιχωράκι, που ονομαζόταν Τσαγανοί, έτσι τα λέγαμε τα κτήματα κατά κείνη τη μεριά. Βλέπεις εκεί τα ρεματάκια βγάζαν πολλούς τσαγανούς και από κει πήρε τ' όνομα.

Ελιές είχαμε και σ' αυτό το μέρος.

ΦΙΝΤΑΛΙΚΙΑ (σ. 36)

Πηγαίνοντας στο Μεσάλ κιοϊ ήταν μια τοποθεσία που ονομαζόταν Φιντανλίκια.. ¼ της ώρας από το χωριό απείχε.
Ελιόδεντρα ήταν εκεί, όλο ελιόδεντρα. Σχεδόν μόνο ελιές ήταν εμάς το μαξούλι μας.

Κεφ. Η' ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
1.   Το πράσινο του χωριού
2.   Μαχαλάδες, Δρόμοι, Πλατείες
3.   Νερά του χωριού
4.   Σπίτια
5.   Εκκλησίες, Μοναστήρια, Παρεκκλήσια, Ξωκκλήσια, Αγιάσματα
6.   Νεκροταφεία
7.   Σχολεία
8.   Χτίσματα

ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ (Σ. 37)

Αυτοί που είχαν κήπους, στις άκρες του χωριού, είχαν μέσα αμυγδαλιές, συκιές, ροδακινιές, διάφορα φρουτόδεντρα.

Πλατάνια δεν είχαμε, μόνο από καμιά μεγάλη μουριά θηρίο μέσα στους μαχαλάδες ή κανένα αγριοκάβακο.

ΜΑΧΑΛΑΔΕΣ (Σ. 38)

Οι μαχαλάδες ήταν πέντε: Κάτω μαχαλάς, Απάνω μαχαλάς, τ' Αδελφάτο μαχαλάς, Αγία Παρασκευή, Γεφυράκι-εδώ ήταν το ξύλινο γεφύρι πάνω στο ρεματάκι μας.

ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ (Σ. 39)

Όλοι οι δρόμοι του χωριού ήταν καλντερίμι. Μερικοί είχαν φάρδος που κα 2 κάρα μαζί μπορούσαν να περάσουν, κι από τους άλλους ένα κάρο.
Φανάρια δεν είχαν, τη νύχτα ήταν πολύ σκοτεινά.

ΠΛΑΤΕΙΕΣ (Σ. 40)

Στην εκκλησία μπροστά, στη μητρόπολη, είχαμε πλατεία, στρωμένη με καλντερίμι. Πλατεία της Μητρόπολης τη λέγαμε, κάτι καβάκια άγρια είχε εκεί, κάτι μουριές μεγάλες, 4-5 δέντρα. Οι χοροί το Πάσχα και στους γάμους και στις γιορτές εκεί γίνονταν.

Και στο Αδελφάτο μπροστά-Αδελφάτο λέγαμε το καφενείο που ήταν της εκκλησίας-έβγαινε σε δημοπρασία- κι εκεί είχαμε πλατεία. Είχε κι αυτή μουριές κι αγριοκάβακα. Εκεί κάθονταν οι γέροι στα καφενεία, χοροί δεν γίνονταν.

ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ (Σ. 41)

Βρύσες είχαμε τρεις καμιά δεκαριά, κάθε μαχαλάς είχε από δυο. Τη νύχτα τις κλείναμε, δεν τρέχαν συνεχώς.

Απ' έξω απ' το βουνό ερχόταν το νερό, ακριβώς δεν ξέρω από που, με κιούγκια ερχόταν. Άμα έλεγε ο Μουχτάρης: «Άντε παιδιά, να πάμε να φέρουμε το νερό, δούλευαν οι νέοι με προσωπική εργασία και το φέρναν.

Πηγάδια δεν είχαμε.

ΣΠΙΤΙΑ (Σ. 42)

Στο κέντρο του χωριού τα σπίτια ήταν πυκνά, στις άκριες που ήταν περισσότερη απλοχωριά, είχαν και κήπους.

Τα παλιά σπίτια ήταν όλα πέτρινα. Η νεολαία ύστερα άρχισε να κτίζει και με τούβλα.

Όλα διώροφα ήταν γιατί πιάναμε κουκούλια, το ισόγειο δεν το λογαριάζω, από κει κι επάνω ήταν διώροφα, στεγασμένα με κεραμίδια.

Και ήταν αψηλά τα σπίτια, γιατί βάζαν μέσα, στο ισόγειο, τα κάποια (μεγάλα βαρέλια) που παίρναν 30.000-40.000 οκάδες ελιές και μέχρι 60.000 οκάδες κάπι υπήρχε. Αυτά τα είχαμε στο ισόγειο, επάνω σε ξύλα, για να μην σαπίζουνε.

Και τα παλιά και τα καινούργια σπίτια είχαν κανονικά παράθυρα, όχι φεγγίτη.

ΕΚΚΛΗΣΙΑ (σ. 44)
(Αλ. Ιωακειμίδης-Σωτήριος Παράσχος, 26/2/1952)

Μεγάλη εκκλησία στο χωριό μας μια ήταν, αλλά πολύ μεγάλη, που χωρούσε περισσότερα από χίλια άτομα.

Η μνήμη της ήταν του Αγίου Ιωάννου 29 Αυγούστου.

Μέσα είχε πολλά στολίδια και πολλές εικόνες που μερικές φερμένες απ' τα Ιεροσόλυμα.

Είχε δυο γυναικωνίτες, επάνω και κάτω.

Παπά είχαμε ένα που λειτουργούσε εκεί κάθε Κυριακή και γιορτή.

Μόνο τα Χριστούγεννα και Πάσχα φέρναμε από αλλού και δεύτερον παπά για πολυτέλεια.

Ένα τέταρτο της ώρας ανατολικά του χωριού ήταν το παρεκκλήσι του Άϊ Γιάννη, που γιόρταζε κι αυτό στις 29 Αυγούστου.

Γίνονταν τη μέρα αυτή το μεγαλύτερο θρησκευτικό πανηγύρι της περιφέρειάς μας και κρατούσε 8 μέρες.

Η γιορτή γίνονταν στο παρεκκλήσι αυτό και μαζεύονταν  πολύς κόσμος απ' όλα τα γύρω χωριά καθώς κι από την Προύσα.

Έρχονταν 2-3 μέρες νωρίτερα και έφευγαν 2-3 και περισσότερες μέρες αργότερα. Ο κόσμος έμενε φιλοξενούμενος στο χωριό μας όσοι είχαν συγγενείς και φίλους, άλλοι δε στο ύπαιθρον, κοντά στο παρεκκλήσι, που ήταν πολλά δέντρα.

Στην περιοχή του παρεκκλησιού, τις ημέρες του πανηγυριού, στήνονταν μικροί πάγκοι από διάφορους γυρολόγους μικροπωλητές που είχαν ψιλικά, εικονισματάκια και γλυκίσματα.

Όλες τις μέρες ο κόσμος ξεφάντωνε σε γλέντια, τραγούδια και χορούς.

Αναμεταξύ Μεσόπολης και Μουδανιά ήταν το παρεκκλήσι του Σκοτεινού Άη Γιώργη. (Μέλπω Μερλιέ: γιατί τον έλεγαν Σκοτεινό? )

Ήταν μέσα σε σπηλιά σκαλιστή που έσταζε Αγίασμα.

Σε μια γωνιά ψηλά επάνω σε μάρμαρο ήταν σκαλισμένη η εικόνα του Άη Γιώργη. Στα παρεκκλήσια που είχαν αγιασμό τα λέγαμε Αγιασματούδια.

Τέτοια αγιασματούδια είχαμε κι άλλα.

Απάντηση Σωτ. Παράσχου στην ερώτηση της Μέλπως Μερλιέ για τον Σκοτεινό Άι Γιώργη (σ. 47)

Το παρεκκλήσι που ήταν αναμεταξύ στο χωριό μας και στα Μουδανιά ήταν του Άι Γιώργη του Σκοτεινού.

Το λέγαμε έτσι γιατί πραγματικά και την ημέρα ήταν σκοτεινό, επειδή ήταν μέσα σε φυσική σπηλιά.

Όταν μπαίναμε μέσα ήταν σκοτάδι και ανάβαμε κερί για να βλέπουμε.

Μέσα ήταν μια μόνο παλιά εικόνα του Άι Γιώργη, που τη φροντίδα για το καντήλι του είχε όποιος πρόφταινε. Οι Τούρκοι δεν το πείραζαν, γιατί μας αγαπούσαν, αλλά και μας φοβόνταν.


(Συνέχεια στο κεφάλαιο Εκκλησία)

Δυτικά του χωριού μας, και ως 20 λεπτά απόσταση ήταν το Αγίασμα της Αγίας Φωτεινής μ' ένα μικρό πέτρινο παρεκκλησάκι. Εκεί κοντά στην Αγία Φωτεινή ήταν και τα παρεκκλήσια του Αγ. Παντελεήμονα, και Αγ. Στρατηγού του Μιχαήλ.

Ανατολικά πάλι ου χωριού μας ήταν το Αγίασμα της Αγίας Άννας με παρεκκλησάκι.

Μέσα στο χωριό εκτός από τη μεγάλη εκκλησία μας του Άη Γιάννη είχαμε και δυο παρεκκλήσια της Αγίας Παρασκευής. Λειτουργία κάναμε μόνο στη μεγάλη εκκλησία, αλλά και όποιος ήθελε να λειτουργήσει στα παρεκκλήσια έπαιρνε τον παπά και πήγαινε στο παρεκκλήσι που είχε τάμα και έκανε η λειτουργία του.

Εκτός απ' αυτό πάλι, όταν έρχονταν η ονομαστική γιορτή του παρεκκλησιού, κάναμε το θρησκευτικό του πανηγύρι.

Έτσι έβλεπες στις γιορτές Αγίας Παρασκευής, Αγίας Άννας, Αγ. Παντελεήμονα, Άη Γιώργη κλπ όλο το χωριό να τραβάει για εκκλησιασμό με τον παπά γύρω στο παρεκκλήσι, για να γιορτάσουν την μνήμη του. Εικόνες εκτός από Άη Γιώργη δεν είχαν πάντα μέσα, αλλά τις πήγαιναν την ημέρα του πανηγυριού του.

ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ-ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ (σ. 50)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4.12.1961)

Εκκλησία μια είχαμε, Άγιος Ιωάννης ήταν, πανηγύριζε στις 29 Αυγούστου.

Πετρόχτιστη ωραία εκκλησία ήταν, τέτοια εκκλησία δεν υπήρχε άλλη. Και μεγάλη. Το χωριό έμπαινε όλο μέσα και νόμιζες πως ήταν άδεια.

Τετράγωνο καμπαναριό είχε και τρεις καμπάνες, με σκαλιά ανέβαιναν και χτυπούσαν τη μεγάλη, δεν μπορούσαν από κάτω. Στα Μουδανιά ακουγόταν η καμπάνα μας.

Είχε νάρθηκα μπροστά και γυναικείο από πάνω του, ένα πάτωμα, με καφάσια κλειστό, επήγαιναν τότε αλλά τούρκα: Να μην βλέπουν τις γυναίκες, τα κορίτσια. Η στέγη ήταν δίρριχτη.

Μέσα είχε δυο σειρές κολώνες, από τρεις,  κτιστές κολώνες αλλά σοβαντισμένες, απ΄ έξω φαίνονταν σα μάρμαρο. Κάτω, το πάτωμα, ήταν μαρμάρινες πλάκες.

Εικόνες είχε φορητές, αλλά επάνω, στο θόλο, ήταν ο Παντοκράτορας, και στο τέμπλο οι εικόνες με τη σεφά, ένα σώμα με τα σκαλίσματα.
Περιμάντρωμα δεν είχε γύρω.

Αυτή η εκκλησία κτίστηκε στου πατέρα μου τον καιρό. Δηλαδή ο πατέρας μου πέθανε 75 χρονώ, στο Μεγάλο πόλεμο, κι έλεγε ότι ήταν νέος όταν κτίστηκε.

ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ (σ. 52)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4/12/1961)

Είχαμε ένα παρεκκλήσι, Αγία Παρασκευή, περίπου 2Χ2, ένα μικρό. Είχε και Αγίασμα, έξω ήταν η βρύση, μαρμάρινη, με γούρνα. Όποιος ήθελε έμπαινε μέσα, άναβε το κερί του, έπινε κι Αγιασμό. Μέσα στο χωριό ήταν.

Πανηγύριζε στη γιορτή της Αγίας Παρασκευής, αλλά μόνο από μέσα απ' το χωριό ερχόταν κόσμος. Ξένοι δεν έρχονταν.

Τα Φώτα το Σταυρό τον ρίχναμε σ' αυτό το Αγίασμα, εδώ γινόταν η τελετή.

Εμείς, ως παιδιά, πηγαίναμε στο Νιχωράκι ή στα Μουδανιά και κοιτάζαμε που τον ρίχναν στη θάλασσα.

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ (σ. 53)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4/12/1961)

Άγιο Ιωάννη είχαμε και Μοναστήρι έξω απ' το χωριό ¼ της ώρας, αυτό ερχόταν πίσω από το Μπαίρι που ήταν αντίκρυ στο χωριό από κει που φεύγαν τα κατσίκια. Πολύ θαυματουργό ήταν αυτό, έρχονταν κόσμος απ' όλα τα χωριά, κι από την Κωνσταντινούπολη ακόμα. Πανηγύριζε στις 29 Αυγούστου, όπως και η εκκλησία μας.

Μοναστήρι λέγοντας, μόνο μια εκκλησία ήταν κι ένα καφενείο που έβγαιναν στη δημοπρασία και τόπαιρνε όποιος ήθελε. Η εκκλησία 15-20 άτομα έπαιρνε μάσα, αλλά είχε μεγάλη πλατεία μπροστά, με συντριβάνι, με ψάρια μέσα, Αγίασμα ήταν το νερό που έβγαινε εκεί.

Αυτό εμείς το εσώσαμε (φτάσαμε) παλιό, οι παππούδες μας αν το κτίσαν δεν ξέρω.

Μέχρι 200 μέτρα τετραγωνικά όλο χόρτο ψηλό ήταν ένα γύρω, και με δένδρα μέσα: κυδωνιές, απιδιές, απ' όλα τα φρούτα. Ήταν και δύο καραγάτσια μπροστά στο μοναστηράκι, τεράστια. Τον καιρό που κάναν την παράκληση, το εικόνισμα κάποτε σηκωνόταν ως επάνω, ως εκείνα τα καραγάτσια και χτυπούσε αυτόν που το κρατούσε. Την παράκληση την κάναν εκείνοι που έπασχαν, αν ήσουν εσύ, λόγου χάρη, και έπασχες ή το πόδι σου ή τίποτε άλλο, έκανες την παράκληση.

Εγώ, μικρός που ήμουνα, έπεσα απ' τ' αμάξι μια φορά και φοβόμουν να το πω στη μάνα μου και μάζεψε το πόδι μου τ' αριστερό. Με κοίταξαν οι γιατροί εδώ κι εκεί, με τα πρακτικά, με τα επιστημονικά, αδιαφόρετα, είπαν: αυτός έτσι θα μείνει, δε θα γίνει καλά. Δε λύγαε το πόδι μου.

Μετά με τάξανε οι δικοί μου στο Μοναστήρι. Πήγα στο Μοναστήρι και πλάγιασα 6 βράδυα εκεί, κι ο πατέρας μου κι ο αδελφός μου μαζί, πλαγιάζαμε μέσα στο Μοναστήρι, τρία άτομα.

Έλεγε ο κόσμος, οι χωριανοί, στον πατέρα μου: «Άντε βρε Χρίστο! Τι τόχεις το παιδί εδώ και πλαγιάζει και δεν κοιτάς και την περιουσία σου. Δεν είναι να γίνει καλά.

Μετά τις 6 μέρες γυρίσαμε πίσω. Μόλις με πήραν και πήγαμε σπίτι, εκείνο το βράδυ παρουσιάστηκε ο Άϊ Γιάννης σ' ένα κορίτσι, τρία σπίτια παραπάνω από το δικό μας. Χτυπάει την πόρτα, βγαίνει το κορίτσι στο μπαλκόνι και της λέει: να πας να πεις στου Χρίστου του Κελεπέρη το παιδί ναρθεί τρία βράδυα ακόμα να κοιμηθεί και θα γίνει καλά! Ένας αγέρας έγινε και τον έχασε εκείνο το γέρο από μπροστά της.

Μόλις ξημέρωσε, τώπε στη μητέρα της, ότι μητέρα, αυτό κι εκείνο είδα. Η μητέρα της τρέχει και το λέει στη μητέρα τη δική μου.

Με πήραν και πήγαμε απάνω, στο Μοναστήρι, κι ο πατέρας μου με τον αδελφό μου μαζί. Μόλις συμπλήρωσα τα δύο βράδυα, στο τρίτο απάνω που γέμιζε (συμπληρωνόταν)- εγώ ήμουν πλαγιαστός στη ράχη μου, στο εικόνισμα από κάτω και παρακεί οι άλλοι δυό-ακούστηκε να κάνει μια βοή τρακ, τρακ, το Μοναστήρι. Ο πατέρας μου κι ο αδελφός μου απ' το φόβο τους σκεπάστηκαν πάνω από το κεφάλι.

Όσα μεταλίκια και γρόσια ήταν κολλημένα στο εικόνισμα πέσαν επάνω μου εκείνη τη στιγμή. Μετά άκουσα ένα βάρος, έτσι, επάνω σ' όλο το κορμί μου και να φωνάζω. Με λέει ο πατέρας μου: Μη φωνάζεις, μη φωνάζεις, παιδί μου.

Περίπου μια ώρα συνέχισε εκείνο το βάρος. Μετά, μόλις ησύχασε ξημέρωσε, αλλά εγώ ήμουν αναίσθητος, έπεσα βαθειά στον ύπνο.

Σηκώθηκαν ο πατέρας μου, ο αδελφός μου, ανοίξαν την πόρτα του Μοναστηριού. Μετά ήρθα κι εγώ στον εαυτό μου. Μόλις ήρθα στον εαυτό μου, βλέπω η πόρτα είναι ανοιχτή. Μόλις είδα την πόρτα ανοιχτή πετάχτηκα και κάθισα. Εκείνοι με κοιτάνε. Πηδάω όρθιος, δίνω μια κι έξω απ' την πόρτα και το βάζω στα πόδια για το χωριό. Εκείνοι φώναζαν: Σταμάτα, σταμάτα. Που να σταματήσω! Ούτε πίσω δεν κοίταξα απ' τον φόβο μου.

Κι απορήσανε, να πούμε, όλο το χωριό που έγινα καλά.

Στην πανήγυρη, όποιος έκανε την παράκληση, όπως είπα, κρατούσε την εικόνα στη λιτανεία. Πολλές φορές σηκωνόταν η εικόνα ως το καραγάτσι κι έπεφτε και τον χτυπούσε και γινόταν καλά. Και μια φορά ένας Κιώτης είπε: «Άντε, βρε, που περιμένετε απ' αυτό το ξύλο να γίνετε καλά! Και παρατάει το εικόνισμα εκείνον που το κρατούσε, πάει και κολλάει στον Κιώτη και του δίνει και του δίνει μέχρι που έπεσε χάμω αναίσθητος.

Το πιστεύεις ότι είχα ένα θείο κουτσό στα Μουδανιά και πήγαινε χειμώνα καιρό μ' ένα γόνατο χιόνι και τον έπαιρνε ο Άγιος να πάει ν' ανάψει την καντήλα του! Τρέχαν τα παιδιά του ξωπίσω: «Βρε πατέρα, που πηγαίνουν;» Τους έδιωχνε με το χέρι και τον βλέπαν, δεν πατούσε θαρρείς πάνω στο δρόμο πετούσε. Ακούαμε ύστερα εμείς την πόρτα μας στη Μισόπολη: Τακ τακ, Ο θείος ο Γρηγόρης ήρθε.

Και στην πανήγυρη επάνω έγινε καλά και χόρεψε και στα παιχνίδια.

ΑΓΙΑΣΜΑΤΑ
ΑΪ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑΣ (σ. 60)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4/12/1961)

Στο χωριό από κάτω, πηγαίνοντας για τα Μουδανιά, ούτε μια ώρα απόσταση ήταν ο Άϊ Παντελεήμονας. Αγίασμα ήταν εκεί, σκέτο ένα νερό, όπως το πηγάδι, μια πηγή και γύρω-γύρω ένα στρογγυλό φιλιατρό. Στη μνήμη του πηγαίναμε, ήταν και καλοκαίρι. Είχαμε και δικά μας κτήματα εκεί γύρω: ελιές, μπαξέδες, αμπέλια.

ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΑΪ ΓΙΩΡΓΗΣ (σ. 61)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4/12/1961)

Ανάμεσα Μουδανιά και στο χωριό μας ήταν Άι Γιώργης, το λέγαμε  Σκοτεινό Άϊ Γιώργη.

Από τη γη είχε ίσαμ' ένα μέτρο έτσι ένα όρθιο υψωματάκι και ήταν τρύπα εκεί κι έβγαινε μέσα από την τρύπα Αγίασμα, το Αγίασμα ήταν μέσα βαθειά κι έτρεχε σαν ρεματάκι έξω.
Μέσα ίσαμε 20 μέτρα πήγαινε. Νόμιζες ότι ήταν κτιστό, δηλαδή σκαμμένη πέτρα, αλλά φαίνεται ότι ήταν από Θεού, έτσι έλεγαν οι Μουδανιώτες οι παλιότεροι. Και τώρα ακόμη θα σώζεται, δεν μπορεί να το χαλάσεις.

Η είσοδος ήταν εκείνη η τρύπα που είπαμε, ανοιχτή μπροστά, χωρίς πόρτα. Μόλις έμπαινες και προχωρούσες λίγο είχε ένα στενό πέρασμα, ανάμεσα στην πέτρα, με το πλάι έπρεπε να περάσεις γιατί ερχόταν πολύ στενό. Κι εκεί σ' έπιανε και δεν σ' άφηνε να μπεις άμα είχες τάμα κανέναν πετεινό ή τίποτε άλλο και δεν το πήγαινες, έπρεπε να πας το τάμα.

Από την τρύπα της εισόδου έμπαινες σκυφτός και προσχωρούσες σκυφτός-σκυφτός ίσαμε να πας να βρεις μετά 20 μέτρα ένα άνοιγμα 2Χ3 όπου στεκόσουν όρθιος. Κι εκεί τιναζόταν το νερό, το Αγίασμα, κι έβγαινε έξω σα ρεματάκι. Στη μέση από την είσοδο ως εκείνο το άνοιγμα ήταν το σημείο που στένευε η πέτρα κι έπρεπε να περάσεις με το πλάι. Και μένα με έσφιξε για! Είχαμε τάμα.

Με το κερί πήγαινες μέσα. Γι' αυτό τον έλεγαν Σκοτεινό Άϊ Γιώργη. Πήγαιναν καμιά φορά τα κορίτσια, έσβηνε το κερί τους ίσαμε τη μέση κι αναγκάζονταν να γυρίσουν πίσω.

Αυτό το Αγίασμα το εκμεταλλευόταν η κοινότης Μουδανιών, αλλά επειδή ήταν κοντά, πηγαίναμε κι εμείς και το Νιχωράκι και οι Ελιγμοί, κι από την Κίο ακόμα έρχονταν στην πανήγυρη. Μισή ώρα θ' απείχε από εμάς. Εικόνες και τίποτε δεν είχε μέσα. Σκέτη η σπηλιά ήταν και τ' Αγίασμα.

Γινόταν καλό πανηγύρι. Ήταν κάτι καραγάτσια εκεί μπροστά, και ελιόδεντρα ένα γύρω. Ήταν και το νερό που έτρεχε από τη σπηλιά κάτω στο δρόμο, είχε κάνει και μια βρύση στο δρόμο. Ο δημόσιος δρόμος Μουδανιών-Προύσας περνούσε από κει.

Μια χρονιά εκεί στην πανήγυρη είχαν έρθει κι από τους ελιγμούς κάτι χωρικοί και σφάξαν μια πάπια και την έβαλαν να βράζει. Και πήγαν κάτι δικοί μα με τρόπο για να γελάσουν, πήραν την πάπια και βάλαν μέσα ένα παπούτσι. Έβρασε, έβρασε, όταν την κατέβασαν από τη φωτιά ανοίγουν το καπάκι και βάλαν τις φωνές: Γιάλλαχ (Ω Θεέ μου) η πάπια έγινε μποστάλα (παπούτσι). Έτσι μιλούσαν αυτοί.

Το λέγαμε έτσι γιατί πραγματικά και την ημέρα ήταν σκοτεινό, επειδή ήταν μέσα σε φυσική σπηλιά.

Όταν μπαίναμε μέσα ήταν σκοτάδι και ανάβαμε κερί για να βλέπουμε.

Μέσα ήταν μια μόνο παλιά εικόνα του Άι Γιώργη, που τη φροντίδα για το καντήλι του είχε όποιος πρόφταινε. Οι Τούρκοι δεν το πείραζαν, γιατί μας αγαπούσαν, αλλά και μας φοβόνταν.

ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ (σ. 65)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4/12/1961)

Νεκροταφείο είχαμε ένα, έξω απ' το χωριό, πηγαίνοντας για το Μοναστήρι του Άϊ Γιάννη. Ανοιχτό ήταν, χωρίς περιτοίχισμα. Δέντρα είχε κάτι μικρά, κάτι ακακίες, τόνα τ' άλλο φύτευε ο καθένας. Να μπει ζώο ήταν απαγορευμένο, ήταν οι αγροφύλακες και άμα έμπαινε κανένα ζώο πλήρωναν πρόστιμο, τους διόριζε η κοινότητα τους αγροφύλακες.

Όποιος βαστιόταν έφτιαχνε σιδερένιους σταυρούς και μαρμάρινους, αν ήταν κανένας πλούσιος γύρω-γύρω στον τάφο έφτιαχνε και κάγκελα σιδερένια. Το πιο συνηθισμένο ήταν ο ξύλινος σταυρός, γράφαν κιόλας επάνω στο σταυρό.

ΣΧΟΛΕΙΟ (σ. 67)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4/12/1961)

Σχολείο είχαμε ένα αλλά ήταν μεγάλο το σχολείο μας. Στο ίδιο πήγαιναν και τ' αγόρια και τα κορίτσια, αλλά χώρια τ' αγόρια ήτα, χώρια τα κορίτσια.

Πέτρινο κτίριο ήταν, μονόροφο. Τέσσερις αίθουσες είχε δεξιά και τέσσερις αριστερά και στη μέση το σαλόνι που ήταν για τις τελετές, τις εξετάσεις. Οι πόρτες όλες τζαμικιάνι, οι σκάλες με τσιμέντα ...

Η δεξιά μεριά ήταν για τ' αγόρια, αριστερά για τα κορίτσια. Πεντατάξιο ήταν μέχρι 5η δημοτικού ήταν. Εγώ πήγα 5η τάξη και ξεσκόλισα. Στις 4 τάξεις μάθαιναν ελληνικά. Μόνο η 5η τάξη μάθαινε και τουρκικά και γαλλικά. Όποιος βαστιόταν έστελνε τα παιδιά του κατόπι και κατά την Προύσα.

Δύο δάσκαλους είχαμε κι έναν παιδονόμο και χωριστά για τα κορίτσια 2 κυρίες. Η εκκλησία είχε κτισμένα χωριστά 2 σπιτάκια και μέναν εκεί οι δάσκαλοι. Απ' έξω έρχονταν και οι δάσκαλοι και οι δασκάλες. Μόνο ο παιδονόμος ήταν δικός μας.

ΚΤΙΣΜΑΤΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΆΣΕΙΣ (σ. 69)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4/12/1961)

Μύλο είχαμε ένα, μισή ώρα περίπου από το χωριό προς τα Μουδανιά, νερόμυλο. Γύριζε με το νερό του ντερέ που περνούσε και μέσα από το χωριό , μόνο το χειμώνα δηλαδή γύριζε.

Μέσα στο χωριό είχαμε και 4 λαδόμυλους, με πέτρα κι αυτοί που τη γύριζαν κι άλογα ζεμένα. Έπιανε την ελιά, την έκανε ζύμη, όπως το χαμούρι, τη βάζαν σε τρίχινους τουρβάδες και κατόπι τους τουρβάδες στ' αδράχτια (πρέσες). 2 άτομα με τον ώμο στρίβαν το χέρι τ' αδραχτιού και ο μάστορας δώστου έριχνε ζεστό νερό κι έβλεπες το λάδι έτρεχε.
Χάνι ή πανδοχείο ιδιαίτερο για ξένους δεν είχαμε. Αν ήταν κανένας δικός μας ξένος τον παίρναμε στα σπίτια μας, τρελαινόμασταν για μουσαφιραίους. Για τους άλλους ξένους είχε πάνω από τ' Αδελφάτο, το καφενείο δηλαδή, της κοινότητος, δωμάτιο με κρεβάτια, με όλα.
Λουτρό δεν είχαμε. Για λουτρό κατεβαίναμε στα Μουδανιά.

Θ΄ ΚΟΝΤΙΝΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΙΝΑ ΧΩΡΙΑ
ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΧΩΡΙΑ
ΓΕΡΓΕΛΙ (σ. 71)

Το Γέργελι ήταν τούρκικο χωριό., ανάμεσα Μισόπολη και Ντερέκιοϊ, ένα τσιγάρο δρόμο πήγαινες. Τα κτήματά μας ήταν ανακατωμένα. Βόρεια από μας ερχόταν, το τραίνο περνούσε γύρω απ' αυτό το χωριό.

Καμιά εκατοστή σπίτια είχε. Γεωργοί ήταν κι αυτοί, είχαν κι ελιόδεντρα.

ΓΚΕΤΣΙΤΙ (σ. 72)

Το Γκετσίτι ήταν 2 ώρες περίπου από μας, κι αυτό πηγαίνοντας προς την Προύσα, μετά το Μπαντεμλί έρχεται.

ΜΕΣΑΛ ΚΙΟΪ (σ. 73)

Το Μεσάλ ΚιοΪ ήταν 1 ώρα από μας, Νότια. Καμιά εκατοστή σπίτια είχε. Γεωργικό χωριό ήταν.

Εκεί δίπλα ήταν κι ένα Αγίασμα του Αγίου Νικολάου. Πηγαίναμε, σφάζαμε κουρμπάνια, ανάβαμε κεριά, διασκεδάζαμε.

ΜΠΑΝΤΕΜΛΙ (σ. 74)

Το Μπαντεμλί ήταν 1,5 ώρα από μας πηγαίνοντας προς την Προύσα, πριν να πας στο Γκετσίτι, κι αυτό τούρκικο χωριό.

Σπίτια είχε 70-80. Κι αυτοί γεωργοί ήταν. Δεν είχαμε και μ' αυτούς πολλά πάρε δώσε, όπως και με τ' άλλα τουρκοχώρια. Μόνο στο θέρος, άμα δεν είχαμε δουλειά, πηγαίναμε και δουλεύαμε σ' αυτούς.

Ι' ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ (σ. 75)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4/12/1961)

7 μπακάλικα είχαμε μέσα στο χωριό, μόνο μπακαλικής είδη είχαν. Φυσικά από το μπακάλη ένα αλάτι, κανένα γυαλί της λάμπας ή τίποτε σπίρτα παίρναμε. Τα μαζεμένα της χρονιάς θα τα παιρνες από τα Μουδανιά, και ρούχα και παπούτσια και εργαλεία, όλα από τα Μουδανιά.

Εκτός από τα μπακάλικα είχαμε και 8 καφενεία. Τεχνίτες δεν είχαμε. Ε, τα Μουδανιά κοντά ήταν, κατεβαίναμε εκεί. Και γιατρός δεν υπήρχε στο χωριό. Στα Μουδανιά πηγαίναμε να τον βρούμε.

Με τα τουρκοχώρια δεν είχαμε αλισβερίσια. Μόνο στο θέρος, άμα δεν είχαμε δουλειά, ήθελε να πάμε σε κείνους να κάνουμε μερικά μεροκάματα.

Την δική μας παραγωγή, τις ελιές το λάδι έρχονταν από τα Μουδανιά οι μεγαλέμποροι, την καπάρωναν και τη στέλναν κατόπι στην Πόλη. Ελιές, σταφύλι, Όλα τα τραβούσε η Κωνσταντινούπολη, απ' όλα τα χωριά εκεί γύρω. Τα κουκούλια πήγαιναν στην Προύσα.

Αλεύρια μας έρχονταν στα πόδια μας, από τους εμπόρους στα Μουδανιά. Φρέσκο ψάρι απ' τα Μουδανιά ερχόταν επίσης: ένα μεταλίκι κάτι παλαμίδες τέτοιες. Και αλατισμένα έρχονταν, κι από την Τρίγλια και από τα Μουδανιά, μέσα στα βαρέλια.

Συνοικέσια είχαμε με τα Μουδανιά και το Νιχωράκι, παίρναμε, δίναμε αγόρια, κορίτσια.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΘΕΕΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
1.   Τοπική Ιστορία
2.   Απηχήσεις ιστορικών γεγονότων

ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (σ. 77)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4/12/1961)

Επί Χαμίτ, όπως ακούαμε από τους μπαμπάδες μας, περνούσαμε πολύ καλά. Μετά το Χουριέτ όμως αγριέψανε οι Τούρκοι. Βγήκε το Μποϋκοτάζ το 1913 και στο Μεγάλο Πόλεμο επιστρατέψαν ως 45 ετών. Και μείναμε στα χωριά μόνο τα παλληκαράκια εμείς 14 ή 15 ετών.

Απ' αυτούς που πήγαν στρατιώτες ούτε 20 στα 100 δε γύρισαν πίσω. Όσοι πλήρωναν μέσα στον πόλεμο και πήγαιναν προσωρινά για την Κωνσταντινούπολη κι από κει δια την Αμερική, εκείνοι γλύτωσαν. Αυτοί μείναν εκεί, δε γυρίσανε πια.

Μόλις έφυγαν από τα χωριά οι στρατεύσιμοι, δήθεν ότι δίναμε ψωμί στα υποβρύχια των συμμάχων, όλα τα παραθαλάσσια χωριά. Κι εμάς μας σηκώσαν, μολονότι δεν ήμασταν πάνω στη θάλασσα, αλλά για ν' αρπάξουν τα εισοδήματα. Μας πήγαν σ' ένα ελληνικό χωριό της Προύσας Ντερμεντέσι ονομαζόμενο.

Όσα μπορούσαμε να πάρουμε από τα πράματά μας τα πήραμε, έδωσαν σε κάθε οικογένεια ένα αμάξι, αλλά σ' ένα αμάξι τι μπορούσες να φορτώσεις;

Υποφέραμε από πείνα εκεί. Πουλούσαμε τα ρούχα, κάτι καλά ρούχα της αξίας που πήρε ο καθένας. Και τι παίρναμε; Για ένα κομμάτι ψωμί τα δίναμε ιδίως στους Τούρκους, στα χωριά κι αγοράζαμε τρόφιμα. Από την πείνα χάθηκαν οι καλλίτεροι οικογενειάρχαι. Έπεσε κι αρρώστια, ο κόσμος δεν είχε να φάει και πέθαινε. Ήρθε η γρίπη, η σπανιόλα, και τον καθάριζε τον άνθρωπο. Τότε άνω από 200 υπολογίζω να χάθηκαν.
Καθίσαμε 4 χρόνια και ήρθαμε στο χωριό το ΄19. Σ' ένα χρόνο, μετά, ήρθε η Ελλάδα εκεί.

Τον καιρό που ήρθαμε πίσω, στο χωριό, τα σπίτια ήταν όλα ρημαγμένα μέσα. Το χωριό ήταν άδειο, μόνο 4 ντουβάρια ήταν τα σπίτια. Τα γύρω τουρκοχώρια ότι βρήκαν μέσα τα σήκωσαν.

Βάλαμε μπρος, αρχίσαμε να περιποιούμαστε τα κτήματα και σ' ένα χρόνο ήρθε ο ελληνικός στρατός.

Μόλις κόντευε να ρθεί ο ελληνικός στρατός στην Προύσα, ήρθαν τα εγγλέζικα τα βαπόρια στα Μουδανιά! Υπήρχαν και τουρκαλάδες ως κομιτατζήδες γύρω-γύρω στα περίχωρα.

Εμείς δουλεύαμε, εγώ με τον αδελφό μου, σ' ένα τούρκικο χωριό, στο Μεσάλ κιοϊ, κι ήταν ένας Τούρκος κομιτατζής, καπετάνιος, κι έρχεται και τραβάει τον αδελφό μου στην άκρη και του λέει: «Στρατή, εμείς πάμε για τους Έλληνες, να πολεμήσουμε που έρχεται ο ελληνικός στρατός, άσε που εγώ είμαι αμοσμένος να μην ρίξω στους Έλληνες. Θερίστε τα χωράφια, πάρτε εσείς κι αφήστε το υπόλοιπο στο σπίτι το δικό μου. Εγώ μπορεί να μη γυρίσω». Μας πληρώνει κιόλα τα χρήματα προκαταβολικά. Αυτόν τον έτρεμε όλη η περιοχή , γύριζε και λήστευε τα χωριά και μάζευε. Ξακουστός ήταν σ' όλη την περιοχή. Στο χωριό μας όμως ερχόταν με καλό τρόπο και την ημέρα. Ποιος ξέρει γιατί ήταν αμοσμένος να μη ρίξει σφαίρα, αν έλεγε αλήθεια.

Έφυγε με τον ταϊφά του για τους Έλληνες από βραδίς, το κεντί. Τα ξημερώματα ήρθανε πάλι πίσω. Μόλις ήρθε, έκρυψε τ' άλογό του, τα όπλα του, τη στολή του, τα έκρυψε όλα κι ήρθε στο χωράφι και μας βρήκε που θερίζαμε. Και μας λέει:΅Ή απόψε ή το πρωί οι Έλληνες είναι μέσα στην Προύσα.

Τα ξημερώματα μπήκαν οι Έλληνες στην Προύσα. Εμείς μόλις σηκωθήκαμε το πρωί και θερίζαμε ακούμε μια βοή. Επειδή ήμασταν κοντά στη γραμμή του σιδηροδρόμου λέγαμε ότι τα σύρματα θα βουίζανε στους στύλους επάνω. Λέει ο αδελφός μου. Δεν είναι τα σύρματα, είναι αεροπλάνα. Μόλις γυρίσαμε κατά τα Μουδανιά, βλέπουμε τ' αεροπλάνα νάρχονται σ' εμάς επάνω.

Λέει ο αδελφός μου: Άντε, μαζέψτε τα και φεύγομε. Στο διάολο να πάνε τα χωράφια του. Πάμε στο χωριό να δούμε τι γίνεται.

Φορτώσαμε τα ρούχα στα γαϊδουράκια και ξεκινήσαμε για το χωριό. Μόλις ήρθαμε στο Τεπέ Ντερβέντ, εκεί είχανε τα χαρακώματά τους οι τσέτες, περάσαμε ανάμεσά τους και δεν μας είπαν που πηγαίνετε. Αυτοί ξέραν που δουλεύαμε σ' εκείνον τον καπετάνιο-τον είχαμε αφήσει κρυμμένο στο σπίτι του- και δεν μας πειράζαν.

Κατεβαίναμε για το χωριό μας. Υπήρχαν όμως κι άλλοι θεριστάδες, κι από τα Μουδανιά κι από το Νιχωράκι, που δούλευαν σε τουρκοχώρια και για τον ίδιο λόγο γυρνούσαν, περνούσαν από το χωριό μας να πάνε στα μέρη τους.

Μόλις μας είδε τ' αεροπλάνο, επειδή τα δρεπάνια έλαμπαν στον ήλιο-αυτοί νόμισαν ότι είναι όπλα. Έκανε τ' αεροπλάνο ένα γύρο-τι έκανε; Τι σημάδι έδωσε αντίκρυ στα βαπόρια; Κι όπως καθόμασταν κατόπι μέσα στο χωριό, καθένας στα σπίτια μας- οι άλλοι, από τ' άλλα χωριά, τραβούσαν από τα ελιόδεντρα μέσα για τα χωριά τους-ρίχνουν απ' τα βαπόρια δυο οβίδες απέναντι στον Τεπέ Ντερβέντ. Οι τσέτες φύγανε.

Όπως καθόμασταν όλο το χωριό στο αδελφάτο εμπρός και μιλούσαν οι μεγάλοι, κι εμείς τα παιδιά ακούαμε, λέγαν οι χωριανοί: Η δεύτερη κανονικά είναι μέσα στο χωριό.

Πέφτει η δεύτερη πίσω απ' το χωριό, μες στους μπαξέδες. Η τρίτη ήρθε μέσα στο χωριό, στον απάνω μαχαλά.

Βλέποντας ότι έπεσε η οβίδα μες στο χωριό, οι χωριανοί αναγκάστηκαν να φύγουν μεσ' από το χωριό, πηγαίναμε για το Νιχωράκι απ' τις ελιές μέσα.

Εγώ πήγαινα να πω στον αδελφό μου που ήταν με τη γυναίκα του και τη μάνα μου-κι η γυναίκα του 15 μερώ λεχούσα- άντε, ελάτε και φεύγει όλο το χωριό- Τους παρακαλάω, δεν έρχονταν. Μόλις άρπαξα το σακάκι μου και είδαν ότι φεύγω, αναγκάστηκα να σηκώσουν και τη γυναίκα του, να την πάρουν από το μπράτσο και να βγουν. Βγαίνοντας από την πόρτα, λίγα βήματα κάναμε, η οβίδα έπεσε μέσα στο σπίτι, το κατάστρεψε, δεν άφησε μέσα τίποτα: ούτε ρούχα, ούτε έπιπλα, όλα τάκανε κομμάτια. Την πρόσοψη την πήρε όλη κι άφησε μόνο πίσω τα ντουβάρια.

Πήγαμε μετά όλοι οι χωριανοί στο Νιχωράκι. Σηκώθηκαν ο Πρόεδρος και κάτι άλλοι, πήραν μια βάρκα και πήγαν στα Μουδανιά και τους λένε:

Τι κάνετε; Ελληνικό χωριό βομβαρδίσατε.

Λέει: λάθος έγινε.

Εκείνο το βράδυ δεν πήγε κανένας, μόνο πήγαν τα παλληκάρια και περίμεναν το χωριό. Το πρωί ξημέρωσε και δώσαν διαταγή και πήγε όλο το χωριό πίσω. Καταστράφηκαν 5 σπίτια και κάτι ζώα, εκείνα που είχαν αφήσει μέσα σκοτώθηκαν. Δεμένα βλέπεις.

Ήρθε ο ελληνικός στρατός, παρέλαβε την Προύσα. Πιάσαν τα σύνορα, εκεί πάνω, Ινεγκόλ που λένε ένα μέρος και μετά μας πήραν στρατιώτες.

Απ΄ το χωριό μας θα πήγαν περίπου 40-50 άτομα. 23 χωριανοί μονάχα ήμασταν σ' ένα λόχο.

ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (σ. 87)
(Μπ. Νικηφορίδης-Γιάννης Καλεπέρης, 4/12/1961)

Ομαδικά οι πιο πολλοί χωριανοί μας έχουν εγκατασταθεί στην Πτολεμαΐδα και σ' ένα άλλο χωριό, κοντά στη Θεσσαλονίκη που λέγεται Μαγναντάζ.

Στην Ξάνθη είναι 2 οικογένειες.

Από το Νιχωράκι είναι στην Κομοτηνή καμιά εικοσαριά οικογένειες. Δεν ξέρω που αλλού βρίσκονται.